Το αρχαίο συμπόσιο των Αρχαίων ήταν κοινωνικός θεσμός με κανόνες και πρωτόκολλο. Και πάντοτε, με θέμα συζήτησης. Γιατί η συζήτηση, ήταν το επιδιωκόμενο και όχι η υλική απόλαυση.
“Η χωρίς λόγων τράπεζα”, έλεγαν, “φάτνης ουδέν διαφέρει”...

Περί “Αρχαίας  Τήλου” 

και άλλα θερινά ευτράπελα


Το αρχαίο συμπόσιο των Αρχαίων ήταν κοινωνικός θεσμός με κανόνες και πρωτόκολλο. Και πάντοτε, με θέμα συζήτησης. Γιατί η συζήτηση, ήταν το επιδιωκόμενο και όχι η υλική απόλαυση.

Η χωρίς λόγων τράπεζα”, έλεγαν, “φάτνης ουδέν διαφέρει”.


Ξαπλωμένοι σε ειδικά ανάκλιντρα (ντιβάνια), στηρίζονταν  στον ένα αγκώνα, αφού προηγουμένως  ένας δούλος, τους είχε πλύνει τα πόδια. (Αυτό γινόταν, γιατί περπατούσαν στο δρόμο ξυπόλητοι ή με σανδάλια και φυσικό ήταν  τα πόδια τους να είναι ρυπαρά). 

Το συμπόσιο  άρχιζε το σούρουπο  και κρατούσε μέχρι τις πρωινές ώρες. Έτσι ξαπλωμένοι που ήταν, την τροφή την έπαιρναν  συνήθως με το δεξί χέρι, με τα δάχτυλα. Στα γεύματα αυτά υπήρχαν και διάφορα χάπενινγκ, με αυλητρίδες και χορεύτριες και όχι μόνον.  Θα ‘λεγε κανείς κάτι σαν το μετέπειτα αντιγραμμενο απ’ έδώ ρωμαϊκό όργιο, ή σαν κάτι που συνέβαινε   στο Σαιξπηρικό θέατρο, όπου μέσα στο αλαλούμ επήρχετο και η εξίσωση των κοινωνικών τάξεων.

Εδώ όμως ετηρούντο  κανόνες  και  πρωτόκολλα,  όσον αφορά το πού θα καθήσει ο καθένας από τους συνδαιτυμόνες, που συνήθως   ήταν άνδρες. Και έπαιρναν τον λόγο μιλούσαν με την σειρά. Το “Συμπόσιον του Πλάτωνος”, είναι ένας ύμνος στον Έρωτα τον δημιουργικό, σε  πλήρη γενική ανάλυση και ευρύτερη αναφορά   συμμετοχής του σε όλα τα έμψυχα και άψυχα  και ‘’εν τω κόσμω τούτω τεκταινόμενα’’.


Στην προκειμένη περίπτωση ο Αγάθων, ο ωραίος και επιθυμητός των ανδρών,  κάνει το τραπέζι. Η σύναξη είναι “Επινίκειος” γιορτή για την βράβευση του Αγάθωνα, στον πρώτον του μάλιστα  αγώνα Τραγωδίας. Μίλησαν πολλοί στη σειρά.


Όταν ήρθε η σειρά του, μίλησε ο Αριστοφάνης, δίνοντας  και ένα χαριτωμένο ανάλαφρο τόνο στην κουβέντα, αρχίζοντας να λέει:

«”Η ανθρωπότητα, δεν έχει αντιληφθεί την σπουδαιότητα, αλλά ούτε κα την λειτουργικότητα του Έρωτα. Θα αρχίσω λοιπόν, από τη φύση του ανθρώπου. Στα παλιότερα χρόνια,  οι άνθρωποι ήταν γενετικά διαφορετικοί. Τα  φύλα ήταν τρία: ΄Ενα αρσενικό, που εθεωρείτο ότι είχε γεννηθεί από τον ήλιο, ένα θηλυκό από τη γη και ένα διπλό, το αρσενικοθήλυκο, που είχε γεννηθεί απο τη σελήνη”.

Κατά τους Ορφικούς η σελήνη ήταν διπλού  γένους.  Στο τελευταίο λοιπόν, “Ανδρόγυνος  λεγόταν ο θηλυπρεπής άνδρας ή γυναικωτός,  Ανδρογύναιο η ανδροπρεπής γυναίκα. Αυτό το τρίτο γένος”, συνεχίζει ο Αριστοφάνης, “σήμερα δεν υπάρχει,   αλλά χρησιμοποιείται μόνο σαν βρισιά.  Νυν δε ουκ εστιν  αλλ΄ ή  εν ονείδει όνομα κείμενον. (Συμπόσιον Πλάτωνος 189 e).

Ο κορμός ολόκληρος του ανθρώπου αυτού, ήταν κυλινδρικός.  Είχε ολόγυρα ράχη. Στήθος και κοιλιά δεν υπήρχαν. Είχε τέσσερα χέρια, τέσσερα πόδια και   δυό πρόσωπα σε ένα κρανίο, που έβλεπαν σε αντίθετη διεύθυνση. Η μετακίνηση γινόταν προς τα εμπρός και οπίσω.

Οσάκις ήθελε να τρέξει γρήγορα, γύριζε σαν τροχός τα χέρια και τα πόδια και περιστρεφόταν σαν ακροβάτης. (Στον {Ερωτόκριτο} αναφέρεται ένας σχετικός όρος:  ανεμοκυκλοπόδης).

Τα πράγματα πήγαιναν καλά,  μέχρι τη στιγμή που ο Ώτος και ο  Εφιάλτης,   γυιοί του Αλωέως, και  ακτιβιστές από το τρίτο γένος, θέλησαν να διεκδικήσουν  την εξουσία του Δία. Πήραν λοιπόν το Πήλιο, λέει η μυθολογία, και το κάθησαν επάνω στην Όσσα*, για να μπορέσουν να ανέβουν στον Όλυμπο και να καταλύσουν τους θεούς.  Ο Δίας εξεμάνη.  Στην αρχή θέλησε να τους εξολοθρεύσει και να τους σβύσει από το πρόσωπο της γής, όπως έκανε και με τους Γίγαντες, όταν του σήκωσαν κεφάλι. Μετά σκέφτηκε ωριμότερα: «Θα τους κόψω, στη μέση» αποφάσισε. Διαίρει και βασίλευε που λένε. “Και έτσι το  όφελος θα είναι   διπλό. Θα εξασθενήσω  μεν τη δύναμη τους, αλλά και θα διπλασιάσω τούς φορολογούμενους μου”». Βλέπετε αυτό θα πεί, να είσαι   άρχοντας και εξουσία· πολύ περισσότερο και σοφός. Έχεις πρακτική σκέψη.            

Τους κόβει λοιπόν, και τους χωρίζει   ακριβώς στη μέση, στην τρίχα που λένε: Μισό κεφάλι, ένα πρόσωπο που βλέπει  την πλάτη, δυό χέρια, δυό πόδια   και μισό  το υπόλοιπο σώμα.  Ο θεός όμως, δεν σταματά εδώ.  Θέλει, αυτός  ο υπήκοος,  ο αλαζόνας, αυτό το ανθρώπινο σχισμένο πια απολειφάδι,  να βλέπει  το χάλι του και να θυμάται ποιος είναι ο Αφέντης. Και έτσι του στρίβει  το πρόσωπο μπροστά, να βλέπει και να καμαρώνει τη σφαγμένη και τώρα καινουριο-φτιαγμένη κοιλιά του. Στο όλο έργο αρχιτέκτονας και μάστορας- εκτελεστής, ο Απόλλων, ο Θεός της Ιατρικής, που έβαλε όλη του την τέχνη για να ικανοποιήσει τον θεό των θεών. Αυτός τελικά, τράβηξε το δέρμα από την πλάτη,   το  σούρωσε  μπροστά στην κοιλιά και το έδεσε στον ομφαλό. Το πράγμα έτσι λιγάκι συμμαζεύτηκε. Τα κομμένα τώρα κορμιά, αποχαμένα, άρχισαν να ψάχνουν το χωρισμένο τους απόκομμα,  για να ξανακολλήσουν. Όταν το εύρισκαν, αγκαλιάζονταν σφιχτά. Θλιμμένοι,  χάνονταν στους αγρούς και δεν είχαν όρεξη για δουλειά.


Αυτή η τεμπελιά, δεν άρεσε στο Δία. Πρόσεξε όμως ότι αυτό οφειλόταν όχι μόνο στη θλίψη, άλλα και στον συνεχή οργασμό χωρίς χορτασμό. Γιατί τα όργανα  ήταν προς τα έξω και η γονιμοποίηση γινόταν με συνεχή έγχυση στο χώμα, χωρίς να έρθουν μεταξύ τους σε επαφή. Και τότε μηχανεύτηκε, εκείνο το ιστορικό,  που θαυμάστηκε και εκτιμήθηκε  από όλη την μετέπειτα ανθρώπινη οικουμένη. Μετέφερε τα γεννητικά τους όργανα μπροστά. Τώρα με τη νέα θέση, η αναπαραγωγή γινόταν δια μέσου των οργάνων αυτών  και μέσα στο σώμα. Αν  τα σώματα που έρχονταν σε επαφή  είχαν όργανα και των δύο φύλων, κέρδιζαν χορτασμό μαζί και γονιμοποίηση·  αν μόνο αρσενικά ή θηλυκά, τότε  μόνο χορτασμό.   Έτσι ο χορτασμός σαν το επιδιωκόμενο, είτε με αποτέλεσμα την γονιμοποίηση, είτε χωρίς αυτήν,  ήταν βέβαιο ότι  θα επέφερε και το υποχρεωτικό διάλειμμα βαριεστημάρας. Και  οι άνθρωποι σε όλες τις περιπτώσεις, ευχαριστημένοι ή βαριεστημένοι, ξαναγύριζαν στις δουλειές τους”».


Εδώ, μέσα στη γενική ευωχία τέλειωσε  το παραμύθι του  ο Αριστοφάνης.  

Μυθολογικά λοιπόν, ο Έρως έχει βαθειά τις ρίζες του στην ανθρώπινη φύση που αναζητά με μανία να συνενωθεί με την αρχική του κατάσταση και να επανορθώσει το προπατορικό αμάρτημα.

Και άσχετα με το τραγελαφικό ευτράπελο της ιστορίας, το συμπέρασμα είναι πως η κοινωνία μας, αν θέλει να λέγεται υγιής και ελεύθερη, πρέπει να σέβεται τις όποιες επιλογές του ετέρου. Αλλά και τα άτομα, που  αποδέχονται τον κοινωνικό βίο και κατά συνέπεια και τους θεσπισμένους κανόνες του,  πρέπει να καταλάβουν ότι οφείλουν  να κινούνται, εντός των καθορισμένων ορίων της ευπρεπείας και άνευ προκλήσεως γελώτων. Αυτό βέβαια, δεν τους αποτρέπει από το να προσπαθούν, δια νομίμων   μέσων, να μεταβάλουν την  κρατούσα κατάσταση.  Άλλως ο τυχόν εξοβελισμός τους, είναι πλέον  η δική τους επιλογή.  


* Οσσα = είναι ο Κίσσαβος, ορεινός όγκος της Θεσσαλίας.

 


Προτεινόμενο Video

Διαφήμιση

Επισκέπτες σε σύνδεση

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 209 guests και κανένα μέλος