Αλέκο Παναγούλη ΖΕΙΣ
Γράφτηκε από τον/την Γρηγόρης Ρώντας
Πρωτομαγιά του 1976 στη Βουλιαγμένη.
Γλέντι Λαμπρής στο πατρικό μου σπίτι, πολλοί οι καλεσμένοι και σε μιάν άκρη του μεγάλου κήπου, έξω από το σαλόνι που έβλεπε στη θάλασσα, μακριά από τις πολυθόρυβες παρέες και τ’ ανούσια τα λόγια του γλεντιού, η αγαπημένη σύντροφος του Νίκου Μπελογιάννη με το παλληκαράκι τους, να μη χορταίνει να το κοιτά, στιγμή να μη τ’ αφήνει από τα μάτια της, μάτια που είχαν δει πολλά, κι έκλαψαν ώσπου στέρεψε το δάκρυ.
Την κοιτούσα, τό ‘νοιωσε κάποια στιγμή κι απάντησε στο νεύμα του χαιρετισμού μου μ’ ένα μειδίαμα γλυκόπικρο, ευγενικό, τάχα γιατί να την κοιτούσε κείνος ο νεαρός, στην ίδια πάνω-κάτω ηλικία με τον γιό της.
Σηκώθηκα, πήρα το κρασοπότηρο από το χέρι ενός ξαδέλφου του Νίκου Μπελογιάννη, Ελληνο-αμερικάνος μπίζνεσμαν αυτός, «έλα σε παρακαλώ, δύο λεπτά μονάχα, θέλω να με συστήσεις στην κυρία που κάθεται εκεί».
-Την ξέρεις; Είναι η …
- Ξέρω ποια είναι, σύστησέ μας σε παρακαλώ.
Την πλησιάσαμε, χαμογέλασε ξανά και της είπε ο ξάδελφος του «ανθρώπου με το γαρύφαλλο»:
-Έλλη, ο νεαρός θέλει να σε γνωρίσει, είναι ο γιός του οικοδεσπότη μας …
Τον διέκοψα, της έσφιξα το χέρι.
-Κυρία μου, το θεωρώ τιμή μου που σας σφίγγω το χέρι.
-Γιατί νεαρέ μου;
-Τιμή μου κυρία μου (δάκρυσα), δεν χρειάζεται να πω κάτι άλλο, χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω.
-Να ‘σαι καλά αγόρι μου.
Την παρακάλεσα να με συστήσει στον γιό της, μιλήσαμε για λίγο, αλλά καμμιά αναφορά στα πέτρινα εκείνα χρόνια που την είχαν σημαδέψει. Με είχε δασκαλέψει κι ο πατέρας μου: «Προς Θεού, μην της ξύσεις την πληγή».
Μία καινούργια άφιξη, ένα νέο ζευγάρι με τα παιδάκια τους, μας τράβηξε την προσοχή, καθώς με περιέργεια κοιτούσαμε που είχαν μαζευτεί πολλοί γύρω τους και συζητούσαν ζωηρά. Ήταν στα είκοσι μέτρα μακριά μας, ξεχώρισα κάτι «όχι, όχι…», της ζήτησα συγνώμη και πήγα να μάθω. Πρέπει να ήταν ζωγραφισμένη η παγωμάρα μου όταν επέστρεψα κοντά της.
-Τι συμβαίνει;
-Σκοτώθηκε τα ξημερώματα ο Αλέκος Παναγούλης. Λένε πως ήταν τροχαίο …
Έμεινε δευτερόλεπτα βουβή, να με κοιτά σαν να μην έβλεπε εμένα, σαν κάπου να ταξίδευε.
-Δεν έχει σταματήσει, λοιπόν. Δεν σταματά ποτέ. Κρίμα το παλληκάρι, κρίμα!
Αναστέναξε, αγκάλιασε τον γιό της κι ύστερα γύρισε να κοιτά τη θάλασσα και δεν ξαναμίλησε.
«Δεν σταματά ποτέ».
Έτσι όπως τό ‘γραψε ο Αλέκος μέσα στη φυλακή, «πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες…».
«Μέρα Μαγιού μού μίσεψες».
Δυό γιούς από τους τρεις, τον Γιώργο και τον Αλέκο, θρήνησε η χαροκαμμένη Αθηνά Παναγούλη, έναν τον σκότωσε η χούντα, τον άλλο η μετα-χούντα. Θαρρείς ένα «τροχαίο» σε εξέλιξη η Ιστορία η ελληνική, απ’ το ’21 ως τις μέρες μας.
«Δεν σταματά ποτέ».
Κι άλλο τροχαίο, της μνήμης τής ιστορικής ο εκτροχιασμός, ο σκόπιμος, ο στοχευμένος, έτσι που να ρωτάς παιδιά του Λυκείου «ποιός ήταν ο Αλέκος Παναγούλης;» κι άντε το ένα στα δέκα να ξέρει να σου πει δυό λόγια για τον ήρωα. Έμαθα πως στην Ιταλία, εδώ και δεκαετίες τιμούν τον Αλέκο Παναγούλη με εκτενή αφιερώματα στα σχολικά βιβλία όλων των βαθμίδων. Προς τιμήν τους και δική μας ντροπή.
Στερήσαμε τα παιδιά μας από ανθρώπους-σύμβολα. Τ’ αφήσαμε έρμαια στα τίποτε τα γυαλιστερά του εκμαυλισμού μας.
Ματοβαμμένη Ελληνική Πρωτομαγιά, του Σκοπευτήριου της Καισαριανής και του Αλέκου Παναγούλη, πώς να χωρέσεις στα «μέσα κοινωνικής δικτύωσης»; (και μαζικής αποβλάκωσης).
«Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη».
Ματοβαμμένη κόκκινη κλωστή, από τον Μαραθώνα ως την Κύπρο του ’74, είναι ντροπή και των γονιών και των δασκάλων, σήμερα να ρωτάς την άκρη σου κόκκινη κλωστή, να ρωτάς σημερινά Ελληνόπουλα «ποιός ήταν ο Αλέκος Παναγούλης;» κι άδεια τα μάτια τους να σε κοιτούν και τίποτε να μην αστράφτει εκεί, τίποτε.
«Αν θέλεις νά ‘ρθει ο αετός, ετοίμασε την φωλιά του», λέει ένα αρχαίο κινέζικο γνωμικό. Εμείς παρακαλούμε να έρθουν οι αετοί και στρώνουμε φωλιές γουρουνιών.
Σ’ αυτόν που υποκλίθηκαν στο σθένος της ψυχής του, οι ίδιοι οι βασανιστές του και χρόνια μετά το ομολόγησαν με σεβασμό, πως «ήταν παλληκάρι», ένα γαρύφαλλο του Μάη ευωδιαστό κι ένα από καρδιάς «ευχαριστώ».
Αλέκο Παναγούλη ΖΕΙΣ.