Γράφαμε στο προηγούμενο φύλλο μας ότι ανοίγουμε το «φάκελλο» «Κτήμα Γ. Κόνιαρη» και Μουσείο Μπενάκη, ξεκινώντας να παρουσιάζουμε τα αποδεικτικά στοιχεία με μια εισαγωγή, Ήδη μπαίνουμε στο κεφάλαιο ΕΝΑ και στο ιστορικό της υπόθεσης, το οποίο επιβεβαιώνει ότι το Μουσείο Μπενάκη δεν μπορεί να πουλήσει και πιθανότατα να κατέχει· και οπωσδήποτε να κατέχει και να διαχειρίζεται όσα ισχυρίζεται ότι «κατέχει». Κι αν κάτι κατέχει, πιστεύουμε πως προέρχεται, κατά τη νομική έννοια του όρου, «εξ αισχράς αιτίας», βάσει δικαστικής απόφασης (Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, απόφ 774/2002) από προσφυγή Κληρονόμων Π. Σταϊκόπουλου κατά Γ. Κόνιαρη και ιδρύματος “Μουσείο Μπενάκη”.

Το ιστορικό του λεγόμενου «Κτήμα Κόνιαρη»

Το έτος 1955 συστήθηκε συμμετοχική «αφανής εταιρεία» από τον Περικλή Π. Σταϊκόπουλο και τον δικηγόρο Γεώργιο Σ. Κόνιαρη, αόριστης διάρκειας, με την επωνυμία «ΚΤΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ- Π. ΣΤΑΪΚΟΠΟΥΛΟΣ», με μοναδικούς εταίρους τον Περικλή Σταϊκόπουλο ως “εμφανή” εταίρο και διαχειριστή τον Γεώργιο Κόνιαρη, δικηγόρο και ως “αφανή” εταίρο, με ποσοστό συμμετοχής για τον καθένα των εταίρων 50% και με σκοπό αφενός την αγορά αγροτικών και οικοπεδικών εκτάσεων και αφετέρου την επί κέρδει μεταπώληση αυτών σε τρίτους. Συμφωνήθηκε δε να προσφέρουν και οι δύο την προσωπική τους εργασία και ειδικότερα ο Γ. Κόνιαρης ως δικηγόρος τις νομικές του υπηρεσίες των υποθέσεων της εταιρείας.
Μετά τον επελθόντα θάνατο (28.8.1964) του Π. Σταϊκόπουλου, την εταιρική θέση του ανέλαβαν οι κληρονόμοι του, οι οποίοι συμφώνησαν με τον Γ. Κόνιαρη τη συνέχιση της εταιρείας με τους ίδους όρους και συμφωνίες, κάτι που όπως καταγράφεται στη δικογραφία, ο Γ.Κόνιαρης «μονομερώς και κατά παράβαση των συμφωνηθέντων αφαίρεσε παρανόμως από αυτούς την διοίκηση της εταιρείας όπως επίσης και τη διενέργεια διαχειριστικών πράξεων»...
Το ότι η αφανής εταιρεία ήταν εν λειτουργία αποδεικνύεται από διάφορες πράξεις που αναγνωρίζει το δικαστήριο

1ο) κοινή επιστολή – εντολή των κληρονόμων Σταϊκόπουλου και Γ. Κόνιαρη, προς τον ταμία της εταιρείας αλλά και κάποιο άλλο παρένθετο πρόσωπο – τ.ε. «αχυράνθρωπο», που τους έδιναν εντολή να πουλήσουν κάποια κτήματα της εταιρείας, στα οποία εφέρονταν ως αγοραστές, ενώ αυτά ανήκαν στην εταιρεία!

Σ.Σ. Ηταν η εποχή που ανθουσε το επάγγελμα εκείνο, που αγόραζες τσάμπα και πούλαγες όσο μπορούσες αποθησαυρίζοντας. Επίσης το θέμα της υποτιμολόγησης του πραγματικού τιμήματος των αγοραπωλησιών ήταν το αγαπημένο σπορ των φορογυφάδων «καλών νοικοκυραίων». Δεν είναι δικές μας “κακιούλες”. Είναι διαπιστώσεις της δικαστικής απόφασης που επικαλούμεθα (Πολ. Εφ. Αθ. 774/2002):
«...επί πλέον, αν και ως αφανής εταίρος ο Γ.Κόνιαρης, - λέει στο σκεπτικό η απόφαση – αν και δεν είχε δικαίωμα, προς τούτο, υπέκλεψε το λογιστήριο της εταιρείας και τα λογιστικά βιβλία, από τα οποία τα μεν επίσημα(...) τηρούσε λογιστής(...) τα δε ανεπίσημα(!) στα οποία εμφανίζονταν το 90% των αγοραπωλησιών διαφόρων ακινήτων τεραστίων εκτάσεων, οι οποίες γίνονταν επ’ ονόματι υπαλλήλων της εταιρείας (...) Έκτοτε τα ανεπίσημα βιβλία μεταφέρθηκαν στο γραφείο του Κόνιαρη...»

2ο) Με την 175128/Σ-318 απόφαση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία ρυθμίζονται οφειλές της εταιρείας προερχόμενες από μη πληρωμή φόρων και ασφαλιστικών υποχρεώσεων που λέγαμε, προς το ΙΚΑ.

Σ.Σ. “Ρυθμίσεις” μεγάλων ποσών, που εμείς οι …δύσπιστοι, δεν τις βλέπουμε πάντα καλόπιστα, γιατί έχουμε αρκετά παραδείγματα που οδηγούν στην ανάγκη διερεύνησης κάποιων ουσιαστικών “πόθεν έσχες”. Αλλά ζητάμε πολλά πράγματα. Ναι, αλλά είναι και πολλά τα λεφτά και δεν είναι πάντα καθαρά.  Και όζουν. Και όταν “όζουν” δεν ξεπλαίνονται εύκολα με δώρα και δωρεές “Δαναών” και ο νοών νοείτω γιατί, όπως είχε πει παλιότερα και ο Δήμαρχος “μας”, “η γυναίκα του Καίσαρα δεν φτάνει να είναι ηθική, πρέπει και να φαίνεται”!

3ο) «τις από 22.09.1985 και 14.4.1986 εξώδικες προσκλήσεις των εναγόντων (κληρονόμων Π. Σταϊκόπουλου) που επιδόθηκαν νομίμως με τις οποίες καλούσαν τον Γ.Κ. να σταματήσει κάθε πράξη διοικήσεως και διαχειρίσεως της εταιρείας, καθώς επίσης, και την μεταφορά των λογιστικών της βιβλίων στα γραφεία της», τις οποίες βεβαίως ο Γ.Κ. έγραψε στα παλαιότερα υποδήματά του, αφού όπως γράφεται “ουδέποτε απάντησε”. Και όχι μόνο δεν απάντησε αλλά «αφαίρεσε από αυτούς τη διοίκηση που τους ανήκε κατά το νόμο και τη σύμβαση της εταιρείας και άρχισε να διενεργεί είτε αυτοπροσώπως είτε διαμέσου παρένθετων προσώπων, αγοραπωλησίες ακινήτων με εταιρικά χρήματα για δικό του αποκλειστικώς λογαριασμό.
Χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της δραστηριότητας του αρχικώς εναγομένου (Γ.Κόνιαρη) αποτελεί πλην άλλων, η αγορά ενός ακινήτου εκτάσεως 290,215 τετρ. μέτρα στην περιοχή Βούλα Αττικης,  (αρ.σ. 95417/1977 το οποίο αυτός απέκτησε με αυτοσύμβαση στο όνομά του και με χρήματα της εταιρείας, το οποίο ανακλήθηκε από τους ενάγοντες (κληρονόμοι Π. Σταϊκόπουλου), 8.12.71»...

Κι ακόμα όπως αναφέρει ρητώς στην ιδιόχειρη διαθήκη του, ο ταμίας (T.A.) της εταιρείας (αρ. Δημ/σης 2592/09.10.1980) μεταξύ άλλων: «Άπασα η λοιπή ακίνητος κληρονομιαία μου (…) και φερόμενη ως ιδική μου, ανήκει εξ ολοκλήρου εις την λειτουργούσαν (τότε) ενταύθα επιχείρηση Περικλή Π. Σταϊκόπουλου και 50% εις τον Γ. Κόνιαρη, ως γνωρίζων προσωπικώς». Αυτά το 1980.


Πώς λοιπόν συντάσει ιδιόχειρη διαθήκη ο Γ. Κόνιαρης το 1996 και «εγκαθιστά μοναδικό κληρονόμο του εφ’ απάσης της ακνήτου και κινητής περιουσίας του, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό το “Μπενάκειο Μουσείο”»;


Τεράστιο ερωτηματικό, όταν έχει συναίτερο τους κληρονόμους του Περικλή Σταϊκόπουλου,  στον οποίο όφειλε την τεράστια περιουσία με την κάκιστη, άδικη και αυθαίρετη διαχείριση που έκανε, όταν έχει έναν αγαπημένο ανηψιό, μια γυναίκα με παιδί, από άλλο γάμο, που τον γηροκομούσε μέχρι το θάνατό του;
Και όταν επιπλέον εκκρεμοδικεί η από το 1987 αγωγή των συναιτέρων του (αρ. Κατ. 5596/1987) και η οποία δικαιώνει τους κληρονόμους Π. Σταϊκόπουλου με την 774/2002, όπως από την αρχή ήδη της “ιστορίας” μας αναφέραμε. Και δεν είναι μόνον αυτοί. Είναι και αγοραστές· για την ώρα γνωρίζουμε έναν (Ι.Α), που είχε το διεκδικητικό θάρρος να μας εμφανισθεί και ο οποίος αναμένει κι αυτός δικαίωση.


Τίποτα από τα παραπάνω δεν γνωρίζει το Μπενάκειο Ιδρυμα; Τα γνωρίζει βεβαίως ως παρών εναγόμενος.
Μετά ταύτα διερωτώμεθα: Τί έχει και τι πουλάει το Μουσείο Μπενάκη; Το 50% το περισσότερο και λιγότερο του 50 μάλιστα και το υπόλοιπο προερχόμενο εξ αισχράς αιτίας;


Γιατί δεν έσκυψε το Μουσείο Μπενάκη στα επίδικα και στα θολά τοπία της κληροδοσίας και συνεχίζει να εμφανίζεται ως ιδιοκτήτης επενδυτής προσφεύγων στα δικαστήρια για την ιδιοκτησία του;


Και τι αγοράζουν οι αλλοδαπές εταιρείες για να ξεζουμίσουν και να καταστρέψουν την πόλη μας; Και ποια επένδυση “κλειστής πόλης” αποδέχεται ευχαρίστως ο 53χρονος δήμαρχος ΒΒΒ, κοιτώντας απλώς «… να προκύψουν και κάποια οφέλη για την τοπική κοινωνία, με όρους βιώσιμης ανάπτυξης», όπως δήλωσε στην “Καθημερινή 29.8.20).  Αυτή η σάλτσα της ”βιώσιμης ανάπτυξης” ομολογουμένως εν προκειμένω, δεν μπορούμε να την καταλάβουμε.
Ακολουθούν και άλλες δίκες επί δικών, αλλά αυτή η 774 είναι πολύ ουσιαστική.
Το δικαστήριο δέχεται κατά τα λοιπά την αγωγή και αναγνωρίζει την έγκυρη σύσταση και λειτουργία της αφανούς εταιρείας.


Έπεται συνέχεια.

Αννα Μπουζιάνη

Προτεινόμενο Video

Διαφήμιση

Επισκέπτες σε σύνδεση

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 146 guests και κανένα μέλος