Οι θιασώτες, οι ομόψυχοι, ομόφρονες και ομόψηφοι του «ΝΑΙ» στο τελεσίγραφο της τρόικας και στη συνθηκολόγηση του «μνημονίου», δεν δικαιούνται να «τιμούν», ή να καμώνονται ή και να νομίζουν πως τιμούν – πολύ περισσότερο, ως τιμώμενα πρόσωπα – το «ΟΧΙ» του ’40!

«Έχουμε πόλεμο, πόλεμο για την οικονομία», είπε ο παρών κοινοβουλευτικός Πρωθυπουργός Γ.Α. Παπανδρέου.

«Alors, c’ est la guerre” (Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμος) απάντησε ο τότε Πρωθυπουργός και δικτάτορας Ι. Μεταξάς, στο τελεσίγραφο που του επέδωσε ο Ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι.

Και ο λαός τον ακολούθησε σύσσωμος και ομόθυμος. Στη μεγάλη του δε πλειοψηφία, μ’ ενθουσιασμό, γιατί τον εξέφραζε σ’ αυτή του την απόφαση, που ανταποκρινόταν με συνέπεια στην ελληνική ιστορία και στον ψυχισμό των Ελλήνων,  ανά τους αιώνες.

Χαρακτηριστική είναι η αντίδραση, μέσα από τη φυλακή, του τότε Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη, με επιστολή του στις 31/10/1940. Λέει: «…Σήμερα όλοι οι Έλληνες παλεύουμε για τη λευτεριά […] ένα έθνος που θέλει να ζήσει, πρέπει να παλεύει αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες […] Στον πόλεμο αυτό, που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη. […]

Η νίκη θα ‘ναι της Ελλάδας και του λαού της»!

Αυτοί είναι οι Έλληνες! Πρώτα οι Ελλάδα και οι αξίες της.

Και μια και θυμηθήκαμε την ιστορία μας – που κάποιοι θέλουν να την ξεχάσουμε – ημέρα που ‘ναι, ας δούμε μια «προφητεία» - συμπέρασμα που γράφει ο Μεταξάς στο ημερολόγιό του, λίγους μήνες πριν τον πόλεμο (14/7/1940): «…Αν υπερισχύσουν οι Γερμανοί, εμείς θα γίνουμε δούλοι τους. Αν υπερισχύσουν οι Άγγλοι, θα γίνουμε αυτωνών. […] Η Ευρώπη πάντως θα καταρρεύσει»!

Και καταρρέει δυστυχώς, γιατί υπερίσχυσαν και οι Γερμανοί με την οικονομία τους, υποδουλώνοντάς μας ποικιλοτρόπως – μνημόνια, συνθήκη Λισσαβόνας, τοκογλυφικός δανεισμός κλπ – και οι Αγγλοαμερικάνοι με την «παγκοσμιοποίηση» και την οικονομικο – στρατιωτική τους υπεροχή και επικυριαρχία.

Όσον αφορά την αγγλοσαξονικού τύπου «δημοκρατία» την οποία απολαμβάνουμε, διαβάστε και σκεφθείτε την ακόλουθη ανάλυση:

«Αυτή η Δημοκρατία – «Democracy» είναι παιδί του Καπιταλισμού. Είναι το όργανο με το οποίο ο Καπιταλισμός κυριαρχεί στη λαϊκή μάζα. Είναι το όργανο με το οποίο κατορθώνει ο Καπιταλισμός να παριστάνει τη θέλησή του, ως λαϊκή θέληση»! Τις θέσεις αυτές δεν τις διατύπωσε ο Ζαχαριάδης, ή η Παπαρήγα. Τις διατύπωσε ο Ιωάννης Μεταξάς1.

Θα μπορούσα να γεμίσω μια εφημερίδα με σκέψεις και αποφθέγματα επιφανών ιστορικών προσώπων για την ιστορική αυτή επέτειο, για το έπος της Αλβανίας, του Ρούπελ, της μάχης της Κρήτης και της Εθνικής Αντίστασης ’41 – ’44. Δεν θα το κάνω. Άλλωστε, πολλά σας είναι γνωστά, αγαπητοί αναγνώστες που μου κάνετε την τιμή να με διαβάζετε.

Δεν θ’ ανατρέξω άλλο σε ιστορικές πηγές. Θ’ αρκεστώ σε μια πηγή. Την προσωπική μου εμπειρία.

Κι από την εμπειρία μου αυτή, δεν θ’ αναφερθώ στην κατοχή, στην πείνα, στην αντίσταση, στην απελευθέρωση… θα μείνω στην ημέρα αυτή και θα προσπαθήσω να σας σκιαγραφήσω πως εκείνη την ημέρα γεννήθηκα εν σπέρματι ως άτομο κοινωνικό, ως άτομο εθνοτικό. Και δεν το κάνω αυτό για να μιλήσω για τον εαυτό μου. Το αποπειρώμαι για να δείξω πως, τα μεγάλα γεγονότα, τα σημαντικά, γονιμοποιούν τα άμορφα άτομα και τα σχηματοποιούν, τα σμιλεύουν, τα μορφώνουν – τους δίνους μορφή – και τα κάνουν εύμορφα ή δύσμορφα κατά τις περιστάσεις.

Την 28η Οκτωβρίου 1940, μια μέρα ηλιόλουστη, ήμου 5,5 ετών παιδάκι. Ο κόσμος όλος ήταν το σπίτι μου, οι οικείοι μου, δυο – τρεις φίλοι μου, το τρίκυκλο ποδηλατάκι μου. Το κέντρο του «κόσμου» ήμουν εγώ!

Ξάφνου, το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, ο κόσμος όλος ξεχύθηκε στους δρόμους. Μέναμε στο Θησείο, κοντά στον κήπο. Το τραμ, ο «ηλεκτρικός», τα λιγοστά αυτοκίνητα φορτωμένα κόσμο. Κόσμο ταραγμένο, κόσμο ενθουσιασμένο. Σημαίες, αγκαλιάσματα, στρατιώτες, δάκρυα. Δάκρυα γλυκόπικρα, που η αλμύρα της γεύσης τους δεν σ’ άφηνε να ξεχωρίσεις αν ήσαν πικρά – απ’ το φόβο του θανάτου – ή, απ’ το μεθυστικό απόσταγμα της πατριωτικής έξαρσης, διονυσιακά!

Η σειρά των γεγονότων μπερδεύεται στη μνήμη μου. Η μέρα, οι ώρες, οι μέρες δεν έχουν διάρκεια ή επαλληλία. Όλες στη μνήμη μου είναι μια.

Η ημέρα του πολέμου. Η ημέρα της εθνικής ενότητας, της ομοψυχίας, του ενθουσιασμού και της αψήφησης του φόβου. Κι ας ούρλιαζαν οι σειρήνες. (Τις είχα εξ’ άλλου ξανακούσει, όταν ηχούσαν δοκιμαστικά. Επειδή ο μισός ήμουν στην πλατεία Αττικής, στο σπίτι της γιαγιάς μου, μια σειρήνα έστεκε στην ταράτσα του γειτονικού σχολείου (1ο Δημοτικό).

Κι ο σιδηροδρομικός σταθμός Λαρίσης. Εκεί χαιρετούσαν τους φαντάρους οι μανάδες, οι σύντροφοι, τα παιδιά. Τον επισκεπτόμασταν συχνά. Τη μια έφυγε ο πατέρα μου, την άλλη ένας θείος, την άλλη άλλος Ευτυχώς γύρισαν όλοι. Οι σειρήνες …και μετά οι βομβαρδισμοί, ο βόμβος των αεροπλάνων, τα αντιαεροπορικά βλήματα το βράδυ απ’ το Τατόι έμοιαζαν σαν πυροτεχνήματα. Και οι προβολείς σε διαρκή κίνηση, χιαστί προσπαθούσαν να εντοπίσουν τα εχθρικά αεροπλάνα. Παιδάκια εμείς παρακολουθούσαμε το «θέαμα» και δεν ξέραμε πως όλ’ αυτά – σειρήνες, προβολείς, βόμβες, τρένα, αεροπλάνα, κόσμος, στρατιώτες, σημαίες, γονιμοποιούσαν και σμίλευαν χαρακτήρες. Οντότητες κοινωνικές, εθνικές. Ευαισθησίες ανθρωπιστικές, για ειρήνη, για δικαιοσύνη, για δικαιώματα, για ελευθερία!

Μέσα από τις ωδίνες αυτού του τοκετού, γεννήθηκαν Άνθρωποι, γεννήθηκαν και τέρατα…

Μα την ημέρα εκείνη την 28η Οκτωβρίου 1940, ξαναγεννήθηκε ένα έθνος!

–––––––––––––

1. ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ Ι. ΜΕΤΑΞΑ. Εκδ. ΙΚΑΡΟΣ 1960, τομ. 4ος σελ. 446

 

Προτεινόμενο Video

Διαφήμιση

Επισκέπτες σε σύνδεση

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 297 guests και κανένα μέλος