«Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία» (αρ. 1 §2 του Συντάγματος)

 Στην πρόσφατη αρθρογραφία μας («7ης», 4 και 18/2 τ. έτους), στο ερώτημα «Γιατί να ψηφίσω Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ – ΚΚΕ ή μικρότερα κόμματα εντός και εκτός Βουλής», αναδείξαμε «γιατί ΔΕΝ πρέπει να τα ψηφίσουμε».

Και τούτο διότι στην εκλογική επιλογή μας δεν είναι ζητούμενο «το μη χείρον βέλτιστον»!

Κάτι τέτοιο μας υποβιβάζει πολιτισμικά, αξιακά, δημοκρατικά. Στη γνήσια δημοκρατία «οι πολιτικοί δεν διαγκωνίζονται μεταξύ τους, για το ποιος θα επικρατήσει εξοντώνοντας τους άλλους (...), αλλά για το ποιος θα προσφέρει πρώτος και καλύτερος τις υπηρεσίες του στην πατρίδα»1, λέει ο Ισοκράτης.

Στις προηγμένες, δίκαιες και ευδοκιμούσες κοινωνίες, το επιδιωκόμενο δεν είναι το χείριστο, αλλά το βέλτιστον.

Κι επειδή δυστυχώς στους καιρούς μας είναι δυσχερές, αν όχι αδύνατον, στην πολιτική κονίστρα ιδιαίτερα, να διακριθεί το βέλτιστον – διότι ως γνωστόν, άλλα είδη επιπλέουν – επιλέγουμε συγκυριακά το συμφερότερο για την κοινωνία.

Και καταλήγαμε: Δεν υποκύπτουμε σε εκβιαστικά διλήμματα, Δεν οδηγούμαστε στο μηδενισμό, αλλά στον κολασμό, στην τιμωρία!

«Όχι» στον μηδενισμό σημαίνει, όχι στην αποχή, αν και αυτή σηματοδοτεί διαμαρτυρία, αποστροφή, απαξίωση της πολιτικής πρακτικής. Το αδύνατο σημείο όμως της αποχής είναι πως αυτό δεν μπορεί να εκφραστεί καθαρά και δίνει τη δυνατότητα σκόπιμης παρερμηνείας (οι απέχοντες είναι «αδιάφοροι» κ.λπ.).

Το ίδιο σηματοδοτεί και η λευκή ψήφος ηπιότερα αλλά εγκυρότερα. Ψηφίζω “λευκό” διότι απορρίπτω όλα τ’ άλλα ψηφοδέλτια που μου δίδονται

Το άκυρο, με μια αριθμητική ασάφεια, κάνει το ίδιο αλλά φορτισμένο με αγανάκτηση και απέχθεια.

 

Η αποχή

Για να συνειδητοποιήσουμε τη βαθύτερη σημασία της αυθόρμητης αποχής πρέπει να ενσκύψουμε στα εκλογικά αποτελέσματα των τελευταίων 18 εκλογικών αναμετρήσεων, στις εθνικές εκλογές, από την μεταπολίτευση του 1974, μέχρι το 2019.

Σε εποχές έντονου πολιτικού ενδιαφέροντος κι ελπίδων για την αποτελεσματικότητα της ψήφου, από το 1974 μέχρι το 1993, σε επτά εκλογικές αναμετρήσεις, το ποσοστό της αποχής κυμαινόταν από 19,67% (το 1989), μέχρι 22,24%, το (1977). Με τα «λευκά» και «άκυρα» (Λ/Α) να μην ξεπερνούν το 2% (0,89 – 2,21%).

Ένα μικρό άλμα προς τα πάνω, στην αποχή παρατηρείται την εποχή της αποδημίας του Ανδρέα Παπανδρέου και της ανάληψης της ηγεσίας ΠΑΣΟΚ, από τον Κ. Σημίτη το 1996, που καταγράφει ένα 23,65%. Ενώ στις εκλογές του 2000 – μετά την απάτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών – παρατηρείται μια νέα άνοδος της αποχής στο 27,28%. Νέα ελπίδα με την «επανίδρυση του Κράτους», δίνει ο Κώστας Καραμανλής στις εκλογές του 2004, και «ρίχνει το ποσοστό της αποχής στο 23,5%, αλλά διαψεύδονται οι ελπίδες και τις εκλογές του 2009 τις κερδίζει ο γόνος της άλλης δυναστείας, ο Γ.Α.Π. που εκτινάσσει όμως την αποχή (απόρριψη) στο 29%. Με τα «μνημόνια» που επιβάλλουν οι «εταίροι» της Ε.Ε. και το ΔΝΤ, ο λαός δείχνει την αγανάκτησή του, στις εκλογές του 2012, και οι απέχοντες αηδιασμένοι και αγανακτισμένοι εκτινάσσονται στο 37,53%, δηλαδή πάνω από το 1/3 του εκλογικού σώματος απορρίπτει την υποτέλεια, το σύστημα και τα κόμματα, που την εκπροσωπούν, ενώ μαζί με τα κόμματα που την καταγγέλλουν ξεπερνούν καταφανώς κατά πολύ το 50%!

Το σύστημα όμως έχει τους δικούς του νομιμοφανείς και «λογικοφανείς» κανόνες για να παραβιάζει το Σύνταγμα, την ισότητα των πολιτών και την «λαϊκή κυριαρχία», που προτάσσει ο θεμελιώδης νόμος του κράτους (Σ. αρ. 1 §2).

 

Μικρή κάμψη της αποχής παρατηρείται στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, λόγω της φρούδας φευ, ελπίδας που δίνει ο Τσίπρας, κατεβάζοντάς την στο 35,38%, αλλά μετά τη διάψευση των ελπίδων και την παραβίαση και ανατροπή του δημοψηφίσματος του 2015, στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, η αποχή, εκτινάσσεται στο 43,43%. Μαζί με τα Λευκά και Άκυρα (2,42%), η απόρριψη αγγίζει το 46%!!

 

Και γεννάται το εύλογο ερώτημα: Για ποια πλειοψηφία ομιλούν τα συστημικά κόμματα που κομπορρημονούν ανενδοίαστα πως εκφράζουν τη «δημοκρατική πλειοψηφία», όταν η Ν.Δ. του Κυρ. Μητσοτάκη πλησίασε το 2019, το 40% των εγκύρων ψηφοδελτίων, αγνοώντας δηλαδή την απορριπτική βούληση του 44,3%, του κυρίαρχου λαού;

Το 40% των «εγκύρων» αντιστοιχούν με απλά μαθηματικά, στο 22,28% του εκλογικού σώματος. Αυτή είναι η «πλειοψηφία» με την οποία κυβέρνησε για τέσσερα χρόνια τη χώρα η Ν.Δ. με τις επιλογές της και τις δεσμεύσεις και συνέπειες, που υφίσταται η πατρίδα μας. (κατ’ αναλογία τα ίδια ισχύουν και για τις προγενέστερες κυβερνήσεις, για να μην εκληφθεί ότι μεροληπτούμε).

Τι να κάνουμε, έτσι γίνεται παντού. (Γενική συγκαταβατική διαπίστωση).

– Ναι, στις ΗΠΑ για παράδειγμα, κάτω του 30% του εκλογικού σώματος εκλέγει Πρόεδρο της Αμερικής και ...πλανητάρχη, με όλες τις συνέπειες για την ανθρωπότητα.

Αυτό λέγεται Δημοκρατία;

Αυτό λέγεται επίφαση δημοκρατικής διακυβέρνησης. Το τί θα μπορούσαμε να κάνουμε ως πολιτικοί επιστήμονες και μη και τι σαν λαοί, θα το πούμε μιαν άλλη φορά.

 

Αυτό το συλλογιστικό ερώτημα, βασισμένο σε στοιχεία, οδηγεί σ’ ένα παρεπόμενο λογικό ερώτημα:

Αν η αποχή ξεπεράσει το 50%, οι εκλογές θα είναι έγκυρες;

Εδώ, σ’ ένα απλό δημοτικό συμβούλιο, ή ακόμη και σ’ ένα οποιονδήποτε σύλλογο αν στη Γενική Συνέλευση ΔΕΝ παρίσταται, το 50% συν ένα η συνέλευση διαλύεται και αναβάλλεται. Στο Δημοτικό Συμβούλιο, ο προεδρεύων διαπιστώνει έλλειψη απαρτίας και λύεται η Συνεδρίαση. Σε εθνικό επίπεδο αγνοείται η απαρτία;

 

Η λευκή ψήφος;

Αν στην αποχή υπάρχει αριθμητική ασάφεια ποσόστωσης αιτίων, στο «λευκό» ψηφοδέλτιο – που διανέμεται από την εφορευτική επιτροπή μαζί με τα ψηφοδέλτια των κομμάτων, η πρόθεση της επιλογής του λευκού είναι σαφής: Η απόρριψη όλων των κομμάτων ή και του εκλογικού συστήματος που πρέπει να είναι δίκαιο και έντιμο. Να μην υποδηλώνει αλλοίωση, υποκλοπή και νόθευση της λαϊκής κυρίαρχης βούλησης.

Κακώς επομένως το λευκό ψηφοδέλτιο, η λευκή ψήφος δεν καταμετράται ως απορριπτική ψήφος και συναθροίζεται με τα «άκυρα», που επίσης περιέχουν μια κάποια ασάφεια.

 

Εγινε σαφές, πιστεύω, πως δεν προκρίνουμε το μηδενισμό ή την αδιαφορία και τον «οχαδερφισμό». Καταγγέλλουμε τον εμπαιγμό, τα εκβιαστικά διλήμματα, την περιστολή των επιλογών, τις υποκλοπές ψήφων και τ’ άλλα μαγειρικά τερτίπια των «Σεφ».

Εντιμο ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ είναι μόνον η απλή Αναλογική. Και το «απλή» ακόμη είναι περιττό. Όσον αφορά το πρόσχημα της κυβερνησιμότητας, τα δεδομένα αρκούν. Όταν ο λαός ήθελε μονοκομματική κυβέρνηση το έκανε και με τον Γεώργιο Παπανδρέου, το 1964, και με τον Κων/νο Καραμανλή, το 1974, και με τον Ανδρέα Παπανδρέου, που το πλησίασε το 1981. Άλλως η βούληση του κυρίαρχου λαού είναι η κυβέρνηση συνεργασίας, που σημαίνει σύγκλιση συγγενών προγραμμάτων, συναίνεση και έλεγχο.

Αν, χάριν της «κυβερνησιμότητας» θέλουμε μονοκομματική κυβέρνηση αυτοδυναμίας, δηλαδή «δημοκρατική» μοναρχία, υπάρχει η ξεκάθαρη λύση, χωρίς δημοκρατικό μανδύα.

Το έχουμε ζήσει αρκετές φορές.

Τα προσχήματα είναι απάτη.

 


1. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ: «Απαντα», τομ. 3ος, «Πανηγυρικός», εκδ. Οδ. Χατζόπουλος, σελ. 69.

 

Κώστας Βενετσάνος

 

 



Προτεινόμενο Video

Διαφήμιση

Επισκέπτες σε σύνδεση

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 135 guests και κανένα μέλος