Στο κλασικό και γνωστό τραγούδι για την Άλωση της Πόλης, ο στίχος αρχίζει με τα σήμαντρα και τις καμπάνες, τους παπάδες και τους διάκους της Άγια- Σοφιάς και τη λειτουργία της παραμονής *.

Συνεχίζεται με την απότομη διακοπή της λειτουργίας, και μάλιστα ακριβώς τη στιγμή της “Προσφοράς”, τη στιγμή δηλαδή που θα έβγαιναν “τα Άγια των Αγίων”.

Μετά έρχεται το δάκρυσμα της εικόνας, και τελειώνει με τη θρυλική σπαραξικάρδια κραυγή:

«Σώπασε κυρά Δέσποινα….και μη πολυδακρύζεις
Πάλι με χρόνους και καιρούς πάλι δικά μας θάναι».

ή κατ΄άλλους: πάλι δικά σου θάναι»

Στη σύνταξη του εν λόγω δημοτικού ποιήματος, ωραιοποιούνται ρομαντικά τα γεγονότα και ευφυώς παρακάμπτονται επικίνδυνοι σκόπελοι, αποκρύπτονται αίτια και αφορμές, τρομερές αντιθέσεις και αντιφάσεις, οι οποίες αν ελέγοντο, θα ξανάφερναν διαχρονικά στο προσκήνιο, το αιώνιο πρόβλημα του διχασμού της φυλής και του γένους.

Και στην προκειμένη περίπτωση θα φαινόταν καθαρά και αποκαλυπτικά, η φανατική   θρησκευτική αντιπαράθεση, στην οποία εν πολλοίς ενυπήρχε και υπέβοσκει το ιδιοτελές ατομικό συμφέρον.

Ο συλλογικός ορθολογισμός, το καλό της πατρίδας, οι απογνωσμένες ικεσίες του αυτοκράτορα για σύνεση και λαϊκή συνένωση και επίγνωση των μεγάλων στιγμών, και άλλα μη αναφερόμενα, είχαν τεθεί   στο περιθώριο, τουλάχιστον όπως δηλώνεται από κάθε ουδέτερο ιστορικό μελετητή.

Στο δημοτικό τραγούδι του Πόντου που πενθείται η Άλωση, το σκηνικό αλλάζει.

Ο λυρικός ρομαντισμός εγκαταλείπεται σε μια καταγγελτική ελεγεία, η οποία   με διττό τρόπο θρηνεί και ανασκαλεύει τα απαγορευμένα.

Το όλο πρόβλημα μαζί και τα γενεσιουργά αίτια του, έρχονται στο φωτεινό προσκήνιο.

Και αναφέρομαι κατά βάση στην αντιπαράθεση για την Ένωση ή μη των χριστιανικών Εκκλησιών και συγκεκριμένα της Ορθόδοξης Ανατολικής με τη Δυτική του Πάπα.  

Το γιατί αυτή η αντιπαράθεση γίνεται τόσο έντονη στο Ποντιακό τραγούδι και το πρόβλημα βαθαίνει και προβάλλεται, εύκολα εξηγείται, αφού   ο Πόντος είχε αποτελέσει το καταφύγιο των καταδιωγμένων ανθενωτικών, των οποίων μάλιστα η επισκεψιμότητα   στην Αγιά Σοφιά και σε πολλά άλλα μοναστήρια, φαίνεται ότι είχε από ετών απαγορευθεί και αποκλεισθεί.

Ας έρθομε όμως, αναλυτικά βήμα προς βήμα, στο ποίημα της Καππαδοκίας, που είναι και το θέμα μας:

«Την Πόλιν όνταν όριζεν, ο Έλλεν Κωνσταντίνον,

Είχεν πορτάρους δίκλωπους, και αφέντους φοβιτσιάρους, /

Είχεν αφέντη σερασκέρ΄τον μέγαν Ιωάννην /».

Δηλαδή την Πόλη όταν την κυβερνούσε ο Έλληνας αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, είχε για φύλακες διπρόσωπους και προδότες, αλλά και σαν αφέντες προύχοντες, δειλούς και άτολμους. Αρχιστράτηγο δε τον Γενουάτη Ιωάννη Ιουστινιάνη.

Το μαχαίρι, σε αυτούς και στους επόμενους στίχους αδίσταχτα βυθίζεται στις κρατούσες αιτίες της εποχής του προβλήματος:

«Εκείνος είχε σύνοδον Ρωμαίους δωδεκάραν\

Εκείνος είχεν σύνοδον Ρωμαίους αφεντάδες|»

Με το ‘’Εκείνος’’ γίνεται αποκλειστική αναφορά στον αυτοκράτορα Έλλενα Κωνσταντίνο τον Παλαιολόγο, τον όποιο έμμεσα κατηγορεί ότι καίτοι αυτός ¨Έλληνας, είχε στη δούλεψη του τη στενή, Ρωμαίους Παπικούς, δηλαδή δωδεκαμελές συμβούλιο από παπικούς Ρωμαίους και αυτοί, μαζί με τους ομοίους τους ήταν τα πραγματικά αφεντικά   που αποφάσιζαν και κυβερνούσαν τον τόπο.

Στους “αυτούς και ομοίους” μπαίνει το τρίπτυχο, πορτάροι δίκλωποι, αφέντες φοβιτσιάροι και Ρωμαίοι αξιωματούχοι, όλοι αφέντες, κάτι σαν την σημερινή Τρόϊκα.

«Εκείνοι κι έκριναν δίκαια, εδώκαν τα κλειδία,/

Εκλείδωσαν τα εκκλησιάς, όλα τα μοναστήρια,/

Εκλείδωσαν τα΄Αϊάν Σοφιάν, το μέγα μοναστήρι,/»

Αυτοί λοιπόν οι Παπικοί σύμβουλοι, έκριναν και για το δικό τους συμφέρον, πήραν τα κλειδιά, αμπαροκλείδωσαν και γερά διπλο- κλείδωσαν μοναστήρια και εκκλησιές, ακόμα και την Αγιά Σοφιά, αφήνοντας έξω ως μιάσματα, τους αντιφρονούντες προς την “Ενωση”.

«Απ΄ουρανού κλειδίν ερθέν, σ΄ Άγιάς Σοφιάς την πόρταν/». Κάποιοι μάλιστα προσθέτουν και συμπληρώνουν τον στίχο με το «Έρθεν πουλίν και εκάθησεν σ’ Άγι- Σοφιάς την πόρταν / από ουρανού κλειδίν ερθέν “σ’ Αγι -Σοφιάς την πόρταν”»

Και στην ερμηνεία δίνεται ότι την αδικία αυτή την είδε ο Θεός και πήρε θέση. Από τον ουρανό στάλθηκε το θεϊικό κλειδί, για να ανοιχθεί η Αγιά Σοφιά, και να λειτουργηθούν όλοι γενικά και αδιακρίτως οι πιστοί. Ήρθε λοιπόν το κλειδί, αλλά Ω! του θαύματος, όπως μας πληροφορεί με πικρία ο επόμενος στίχος, αυτό το μαγικό κλειδί κάπου παράπεσε, κάπου λησμονήθηκε και τελικά χάθηκε.

Εδώ τα υπονοούμενα δικά σας.

Και δια το πιστόν του στίχου: «Χρόνους έρθαν κι επέρασαν, καιροί έρθαν και εδέβαν,/ νεοπάλθεν το κλειδί αθές κι επέμνεν κλειδωμένον’».

Ήρθαν όμως δηλαδή πάλι και πέρασαν τα χρόνια, το κλειδί λησμονήθηκε και έτσι οι εκκλησιές μείνανε, όπως και πρώτα κλειδωμένες.

Ο ερχομός του κλειδιού, ένας σπουδαίος αλληγορικός και συμβολικός σταθμός του μύθου, που απέβλεπε στην θρησκευτική και κατ΄ επέκταση στην κοινωνική τακτοποίηση, δεν αξιοποιήθηκε.

Και αφού άλλο κλειδί δεν ήλθε, στο τί απομένει πλέον για τα αναγκαία περαιτέρω, οδηγούμεθα εξ ουρανού, κατά τη συνέχεια του στίχου:

«Θέλ’ άπ΄ουρανού μάστοραν και από γήν αργάτεν». Και πάλι εδώ, η όποια ριζοσπαστική και επαναστατική απόδοσή του νοήματος του στίχου, επαφίεται σε εσάς.

Το θέμα της Ένωσης των Εκκλησιών, εκείνη την ύστατη στιγμή όπου το Βυζάντιο βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού, πολύ είχε ταλανίσει τη Βασιλεύουσα. Ο κλήρος απαιτούσε την ενεργό του μερίδα στη διπλωματική και πραγματική διακυβέρνηση του Κράτους.

Δικαιολογημένα άλλωστε, αφού από την εποχή του μεγάλου Κωνσταντίνου και σε συνέχεια όλων των αυτοκρατόρων, μικρών και μεγάλων, ο χριστιανισμός είχε κατά κυριολεξία αποτελέσει, το μακρύ χέρι της επιβολής της ανατολικής Ρωμαϊκής δύναμης.

Το 1204 ο πίθος της Πανδώρας με τα όσα κακά για τη Βασιλεύουσα, είχε ανοίξει δια των χειρών των τότε αυτοκρατόρων της, οι οποίοι σφετερίζονταν το θρόνο.

Και οι Δυτικοί με τους Σταυροφόρους, είχαν σπεύσει και το είχαν εκμεταλλευτεί κατά τον καλύτερο τρόπο.

Επόμενο λοιπόν τα αχνάρια του αργυρώνυτου Πάπα Ουρβανού και των πληγών που είχε επιφέρει η μνήμη του, να είναι ακόμη ανεπούλωτα.

Παρ΄όλα ταύτα οι τελευταίοι Παλαιολόγοι μπροστά στην κρισιμότητα της απειλής που ερχόταν από την Ανατολή, είχαν αναγκαστικά στραφεί προς Ένωση των Εκκλησιών με μοναδικό σκοπό να σωθεί η πατρίδα. Εδώ όμως θα πρέπει να διευκρινίσομε ότι δεν εστράφησαν για βοήθεια προς τους βασιλιάδες και ηγέτες της Δύσης, αλλά προς την Εκκλησία της Ρώμης της οποίας ζητούσαν και ζήτησαν την συμπαράσταση.

Με τη σύνοδο της Φλωρεντίας   του 1439,   ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιωάννης Παλαιολόγος μετά από δυό χρόνια σκληρών διαπραγματεύσεων, αποδέχθηκε και συνυπέγραψε τους όρους του Πάπα για την Ένωση και της εξ αυτής στρατιωτική και λοιπή βοήθεια.

Όταν όμως τα μέλη της αποστολής επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη, βρέθηκαν μπροστά στην οχλοβοή ενός πλήθους που τους χλεύαζε και τους απέπεμπε και τότε αναγκάστηκαν να ανακαλέσουν τις ίδιες τους τις υπογραφές, που είχαν βάλει για τη συμφωνία της Ένωσης.

Και τότε ήταν που ακούστηκε η στριγγιά και απόκοσμη φωνή του Γεωργίου Σχολάριου και μετέπειτα πατριάρχη Γενναδίου μαζί με το Λουκά Νοταρά να αναθεματίζει: «Κρειττότερον εστίν ιδέναι εν μέση πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν». (Φραντζής)

Έτσι γρήγορα, κλήρος και λαός, αδιάκριτα χωρίστηκαν σε δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις σε ενωτικούς και ανθενωτικούς, και προχώρησαν σε έκτροπα με τραγικές συνέπειες για την διάσωση του Βυζαντίου.

Με τους Ενωτικούς ήταν συστρατευμένοι, οι μορφωμένοι και η ηγέτιδα τάξη.

Με τους Ανθενωτικούς, ο κλήρος και ο απλός λαός, με αρχηγούς τον Μάρκο τον Ευγενικό και τον Γεώργιο Σχολάριο, τον μετέπειτα πατριάρχη Γεννάδιο, οι οποίοι μαζί με «το κατώτερον στρώμα της παρατάξεως ταύτης αεικίνητον και ταραχώδες, ήσκει πίεσιν   επί της Εκκλησίας και του Κράτους.» και οι φωνές «θάνατος στους αζυμήτες» «Αγιά Σοφιά -Ιουδαίων συναγωγή» , «Σπηλαιον και βωμός αιρετικών» ηκούοντο το πανταχόθεν. (Κορδάτος)

Το ποίημα του Πόντου για την Άλωση, παραστατικό και ζωντανό, δεν διστάζει δεν καλύπτει, αλλά τολμά και φέρνει στο φώς, παράδειγμα διδακτικό για τους μεταγενεστέρους, το κρατούν πρόβλημα της εποχής.
 
γιάννης κορναράκης του μάνθου
 
 
• Στο αν πράγματι έγινε η μεγάλη λειτουργία την παραμονή, οι γνώμες των ιστορικών διΐστανται. Ιστορικά όμως διαπιστώνεται ότι η εκκλησία της Αγίας Σοφίας κατά το τελευταίο εξάμηνο το προ της άλωσης ήταν παντελώς κλειστή και κατά την παραμονή δεν είχε γίνει καμμιά λειτουργία. Ο Φραντζής βέβαια μας λέγει το αντίθετο. Ο Παπαρηγόπουλος πάλι δεν αναφέρει τίποτα γι’ αυτή τη συγκλονιστικά μεγαλειώδη λειτουργία. Και ο καθηγητής της λαογραφίας στο πανεπιστήμιου, Κώστας Ρωμαίος αρνείται την τέλεση αυτής της λειτουργίας και την τεκμηριώνει ιστορικά. Την αλήθεια δεν την βρήκα.  
 


Βοηθήματα

1) Κ. Ρωμαίος: “Δημοτικό Τραγούδι”, 1979
2) Γ. Κορδάτος: “Ακμή και Παρακμή του Βυζαντίου’’, Εκδ. Μπουκουμάνη
3) Α. Α. Βασίλιεφ: “Ιστορία Βυζαντινής Αυτοκρατορίας”, Εκδ. Γεωργιάδη
4) Κλ. Φωριέλ: “Δημοτικά Τραγούδια”, Εκδ. Νίκας
5) Κ. Παπαρρηγόπουλος: “Η Άλωση της Πόλης”, Εκδ. Γαλαξία    
6) Γεωργ Φραντζή: “Χρονικόν”, Εκδ. Γεωργιάδη
7) “Ιστορία Βυζαντινής Αυτοκρατορίας”, Εκδ. Μέλισσα
8) Ch. Diehl: “Ιστορία Βυζαντινής Αυτοκρατορίας”, Εκδ. Ηλιάδη, (Ελευθεροτυπία)

Προτεινόμενο Video

Διαφήμιση

Επισκέπτες σε σύνδεση

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 375 guests και κανένα μέλος