«Η χαμερπής διαγωγή των αρχόντων, εμάρανεν τον ενθουσιασμόν του λαού της Μεσσηνίας, όστις   κατέστη τόσον χλιαρός εις τον αγώνα της επαναστάσεως, ώστε παρημέλησε να λάβει λυσιτελή μέτρα δια τον αποκλεισμόν της Μεθώνης και Κορώνης, κατεχομένων υπό των Τούρκων»
Γ. Φινλεϋ
 
Λυπούμαι ειλικρινά μήπως   τα γραφόμενα στο άρθρο αυτό δεν θα είναι σε όλους αρεστά.  
Aλλά όσο σκληρές και εθνικά προσβλητικές και να είναι κάποιες διαπιστώσεις, όταν μάλιστα υποβάλλονται στην βάσανο των πολλαπλών διασταυρώσεων, πρέπει να γίνονται ιδιαίτερα σεβαστές και η ανάγνωσή τους να γίνεται με την πρέπουσα προσοχή και σκεπτικισμό.
Στο προηγούμενο άρθρο είχα αναφερθεί στο ιστορικό του Κάστρου της Κορώνης και τη θλιβερή πορεία της σκλαβιάς του. Σήμερα θα εστιάσω τη γραφή μου στην αποτυχημένη, λόγω διχόνοιας, προσπάθεια των κατοίκων της Κορώνης, να διώξουν τους Τούρκους και να κυριεύσουν το Κάστρο. Τις βασικές πηγές των πληροφοριών μου τις αναφέρω στη βιβλιογραφία που παραθέτω στο τέλος.

Με την έναρξη της επανάστασης του 1821 οι Τούρκοι είχαν ήδη μεριμνήσει για την εξασφαλισμένη ενίσχυση και περαιτέρω οχύρωση των τεσσάρων κάστρων της Μεσσηνίας, ήτοι της Μεθώνης, Νεοκάστρου και Ναυαρίνου της Πύλου και της εν λόγω Κορώνης.
Η Κορώνη είχε εξέχουσα σημασία, σαν κέντρο διοικητικό μιάς εκ των επτά επαρχιών της Πελοποννήσου. Οι Έλληνες της Κορώνης, ακολουθώντας το γενικότερο πνεύμα της Επανάστασης του 1821, είχαν πολλάκις επιχειρήσει να κυριεύσουν το οχυρωμένο ομώνυμο Κάστρο, αλλά συνεχώς αποτύγχαναν. Οι Τούρκοι που κρατούσαν αυτό το Κάστρο, είχαν φροντίσει να έχουν τις αποθήκες τους γεμάτες σε τρόφιμα και πολεμοφόδια και το δρόμο από τη θάλασσα ανοικτό για τις επικουρίες. Μέσα στο Κάστρο βρίσκονταν Τούρκοι και υπόδουλοι Έλληνες κάτοικοι. Και όσο οι από έξω Έλληνες πίεζαν πολιορκητικά, τόσο οι Τούρκοι στρατιωτικοί εξεδικούντο και βασάνιζαν τους υπόδουλους Έλληνες, που κρατούσαν αιχμάλωτους και λιμοκτονούντες. Μάλιστα έσφαξαν τον ιερέα, τον διάκο αλλά και τον δεσπότη του οποίου το σώμα κατακρεουργημένο, το πέταξαν έξω από τα τείχη φωνάζοντας: «Φάτε πεινασμένοι Έλληνες από τις σάρκες του Δεσπότη σας». Τρία χρόνια κρατεί η πολιορκία, και το Κάστρο όχι μόνο ακόμα αντέχει αλλά συνεχώς ενισχύεται.
Οι Κορωνιώτες, από την μακρόχρονη άνευ αποτελέσματος πολιορκία, έχουν εξαντληθεί οικονομικά μα και ηθικά έχουν καταπέσει και περιέλθει σε απόγνωση. Δεν έχουν ακόμα λάβει καμιά ενίσχυση από την Κεντρική Διοίκηση, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις του βουλευτή τους προκρίτου Ηλία Καράπαυλου. Ο Καράπαυλος, δέκα μήνες προ της εφόδου, είχε αιτήσει από το Βουλευτικό, όχι μόνο την έγκριση για μια προσπάθεια κατάληψης του φρουρίου με έφοδο, αλλά και βοήθεια και αποζημιώσεις για την όλη πολεμική δαπάνη και τα εξ’ αυτής θύματα. Και όπως συμπληρώνει, οι Πρόκριτοι της Κορώνης έχουν ήδη και εκ των προτέρων υποσχεθεί αμοιβές στους άνδρες πολεμιστές που θα συμμετάσχουν κ. λπ.   κ.λπ.   Η Κεντρική διοίκηση ενώ αρχικά αρνείται, σε συνέχεια υποκύπτει στις πιέσεις, ενεργώντας επιπόλαια δίνει την έγκριση της και μουρμουρίζει ακαθόριστα για τις αποζημιώσεις. Οι πολεμιστές όμως, οι εθελοντές και μισθοφόροι, που έχουν συναχθεί για την έφοδο, μετά από έκτακτο προσκλητήριο κάλεσμα των Προκρίτων της Κορώνης, απαιτούν ξεκαθαρισμένες και έγγραφες υποσχέσεις ανταμοιβών, για να ανέβουν στα τείχη. Και το συμβούλιο των Προκρίτων συμμορφούμενο, έγγράφως τώρα υπόσχεται: «Να δηλώσουν ονομαστικά ποιοί θέλουν να ανέβουν στα τείχη». Στους πρώτους μαχητές που θα ανέβουν, θα δοθούν από 300 εληόδενδρα στον καθένα, στους δεύτερους από 200 και στους τρίτους από 100. Και όλα αυτά από τα Εθνικά κτήματα του δημοσίου.
»ότι θα δοθεί ακόμη και ανάλογη αποζημίωση στα θύματα των οικογενειών του αγώνα».
Οι ξένοι πολεμιστές αριθμητικά αναλύονται σε 300 περίπου Μανιάτες με καπετάνιους τους Αντ. Μαυρομιχάλη, Κωνστ. Μαυρομιχάλη, Η. Τσαλαφατινό, σε 50 Ρουμελιώτες με αρχηγό τον Θεοδ. Γρίβα, σε 100 Βουλγάρους μισθοφόρους υπό τον Κ. Σέρβον. Ο συνολικός δε αριθμός των πολεμιστών μαζί με τους Κορωνιώτες γράφεται πως είχε ανέλθει σε 3000(!) Οι Τούρκοι βλέπουν τους Κορωνιώτες, ξέρουν πως αυτοί είναι άμοιροι της τέχνης των όπλων και τους κοροϊδεύουν επάνω από τα τείχη. Οντως οι Κορωνιώτες δεν ήξεραν να πολεμούν, αφού ακόμη και στη βροντή των πυροβολισμών και στις φλόγες της πυρίτιδας τρέχανε έντρομοι να κρυφτούν. Οι Μανιάτες όμως το ήξεραν και έσπευσαν να τους εκπαιδεύσουν στρατιωτικά. Τόσο που πλέον στις ομοβροντίες των Τούρκων οι Κορωνιώτες έφτασαν να απαντούν προκλητικά: «Ας είχαμε και εμείς πυροβόλα και βλέπατε». Δεν είχανε πυροβόλα, αλλά κάτω από την αρχηγία του έμπειρου Αντ. Μαυρομιχάλη οργανώθηκε το σχέδιο πολιορκίας για την έφοδο αιφνιδιασμού, πολύ προσεκτικά. Μακρυά από τα τείχη είχαν προετοιμασθεί κλίμακες, γέφυρες και λοιπές βοηθητικές πολιορκητικές μηχανές, οι οποίες την δεδομένη στιγμή που θα ξημέρωνε η 13η Φεβρουαρίου του 1924 λειτούργησαν αποτελεσματικά. Μετά από την καθιερωμένη προσευχή, οι πολεμιστές εν σιγή πλησίασαν τα τείχη και εκεί σκαρφάλωσαν εκμεταλλευόμενοι το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Τότε όμως επήλθε και το αναπάντεχο. Οι Κορωνιώτες πρόκριτοι από κάτω, βιάζονται και προβλέπουν σφαλερά την επιτυχία της έκβασης του αγώνα. Δεν θέλουν να μοιρασθούν με κανένα τη δόξα και ιδιαίτερα τα λάφυρα. Φιλονικούν εκ προθέσεως με τους Μανιάτες, τους διώχνουν και αυτοί δυσαρεστημένοι αποχωρούν. Οι μισθοφόροι Βούλγαροι μαζί με τους Ρουμελιώτες, που ήδη ήταν ανεβασμένοι στα τείχη αντιλαμβάνονται το ανόσιο παιχνίδι που παίζεται στα ριζά των τειχών. Κατεβαίνουν και ο Γρίβας απαιτεί την προπληρωμή με το τεράστιο ποσόν τα 100 χιλιάδες γρόσια για να συνεχίσει. Οι Πρόκριτοι αρνούνται και οι Ρουμελιώτες και οι Βούλγαροι εγκαταλείπουν τη μάχη. Επάνω όμως στα τείχη παραμένουν σκαρφαλωμένοι οι Κορωνιώτες πολεμιστές. Αυτoί ακούνε την οχλοβοή από τις κουβέντες και τη φιλονικία, βλέπουν τις αποχωρήσεις των ξένων πολεμιστών, νιώθουν εγκαταλελειμμένοι και ζητούν επικουρία, ενώ κάποιο εγκαταλείπουν τον αγώνα. Επάνω σε αυτή την ύστατη στιγμή, ένας άγνωστος, ο Ρουμελιώτης μαχητής αηδιασμένος από την όλη κατάσταση, παίρνει το παιχνίδι στα χέρια του. Έξαλλος και ορμητικός με συντρόφους του ανεβαίνει πάλι στα τείχη και έρχεται προς επικουρία στους εναπομείναντες πολεμιστές Κορωνιώτες. Τότε κάνει και το μεγάλο σφάλμα. Αρχίζει να πυροβολεί και έτσι χάνεται το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, διότι μέχρι εκείνη τη στιγμή τα πάντα εγένοντο εν απολύτω μυστικότητι και σιγή, η οποία μόνον διεσπάτο από τις φιλονικίες των καπεταναίων. Ξυπνούν οι Τούρκοι και αναλαμβάνουν τις θέσεις αμύνης και όχι μόνο. Επιτίθενται ορμητικά. Η αντίπαλη Ελληνική πλευρά τώρα βρίσκεται σε μειονεκτική θέση, καθώς έχει μείνει ακάλυπτη για να αντιμετωπίσει τον υπέρτερο και λόγω θέσεως εχθρό. Το παιχνίδι μοιραία αναστρέφεται. Οι Κορωνιώτες μάχονται σκληρά και απεγνωσμένα, αλλά εις μάτην. Τελικά διασπούν τις τάξεις των Τούρκων, υπερπηδούν τις επάλξεις και εισβάλουν στην πόλη. Σφάζουν αδιακρίτως και κατακαίουν. Τούς περιορίζουν όμως οι Τούρκοι μέσα σε ένα σπίτι και τους βάζουν φωτιά. Η έφοδος για την άλωση έχει αποτύχει.
Η τότε “Ιστορία των Προκρίτων” απέδωσε μομφή και ενοχή στον Γρίβα για την όλη κακή έκβαση. Αλλά μετέπειτα “η Ιστορία των Ελλήνων” αμφέβαλε και απέδωσε τα του Καίσαρος τώ Καίσαρι.
γιάννης κορναράκης του μάνθου
 
• Αλλοι μελετητές αναφέρομένοι στα γεγονότα εστιάζονται στο έτος 1823.
 
Βοηθήματα
1) Β. Κρεμμύδα: “Διπλό ταξίδι”, Εκδ. Μουσείου Μπενάκη
2) “Ιστορία Ελληνικού Έθνους”, Εκδοτική Αθηνών
3) Γ. Φίνλεϋ: “Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως”, Εκδ. Ίδρυμα Βουλής των Ελλήνων
4 ) Διον. Κόκκινου: ‘’Ιστορία της ελληνικής Επαναστάσεως”, Εκδ. Μέλισσα
5 ) Εγκυκλ. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα
6) Στ. Πικραμένου: “Πελοπόννησος”, Εκδ. Road

Προτεινόμενο Video

Διαφήμιση

Επισκέπτες σε σύνδεση

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 668 guests και κανένα μέλος