Αυτές τις μέρες, ζήσαμε
ακόμα μια φορά, το σκηνικό του παραλόγου. Η Ελλάδα, χωρισμένη σε δύο
στρατόπεδα, σε ένα άτυπο αλλά πραγματικό εμφύλιο, δείχνει πάλι τα δόντια της.
Στο ένα η αντιπαλευόμενη
ομάδα, η
αριθμητικά κυριαρχούσα, αγωνίζεται για την καθημερινή της επιβίωση. Αυτή η ομάδα,
που μετά από την βίαιη απομάκρυνση της από τα αγαθά του προπατορικού Παραδείσου,
υποχρεώθηκε με κόπο και
ιδρώτα να κερδίζει τον επιούσιο....
“Η εποχή του κενού”1
Αυτές τις μέρες, ζήσαμε
ακόμα μια φορά, το σκηνικό του παραλόγου. Η Ελλάδα, χωρισμένη σε δύο
στρατόπεδα, σε ένα άτυπο αλλά πραγματικό εμφύλιο, δείχνει πάλι τα δόντια της.
Στο ένα η αντιπαλευόμενη
ομάδα, η
αριθμητικά κυριαρχούσα, αγωνίζεται για την καθημερινή της επιβίωση. Αυτή η ομάδα,
που μετά από την βίαιη απομάκρυνση της από τα αγαθά του προπατορικού Παραδείσου,
υποχρεώθηκε με κόπο και
ιδρώτα να κερδίζει τον επιούσιο.
Στο άλλο, μια αριθμητικά μικρή αλλά κυρίαρχη – αλήθεια το γιατί αυτές οι μικρές
ομάδες είναι πάντα οι
κυρίαρχες, δεν το κατάλαβα ποτέ-
η μικρή λοιπόν κυρίαρχη ομάδα,
αγωνίζεται να κρατηθεί στην εξουσία του κατεστημένου. Στην εξουσία, που είτε οικονομική λέγεται είτε
πολιτική ή κρατική έχει τον αυτό
παρονομαστή που λέγεται “Ολιγαρχία”.
Και το συμπέρασμα, ένα
θλιβερό κοινωνικό κλίμα, μια ανθρώπινη μάζα, που υπερδέχεται με καταπιεστική
ανεκτικότητα, την πιθανότητα ενός
ουτοπικού οράματος: το δικαίωμα μιάς
ζωής πιο άνετης.
Προσέξατε την φρασεολογία. Ζητά μια ζωή πιο άνετη – όχι
άνετη. Αυτό το όνειρο μιάς ολοκληρωμένης και απόλυτα άνετης ζωής το έχουν
ξεπεράσει.
Ακολουθώντας το ουτοπικό
πρόγραμμα του Μπερνστάιν ο σημερινός
άνθρωπος έχει καταλάβει ότι με το
“μαλακό” τίποτα δεν γίνεται αλλά
και τίποτα δεν χαρίζεται. Ακόμα
έχει καταλάβει ότι ακολουθώντας τη
ριζοσπαστική λύση, οσάκις εφαρμόστηκε
στο πρόσφατο παρελθόν, σε
οργανωμένα κράτη, δεν έδωσε τα αναμενόμενα δείγματα μιάς αρίστης διαβίωσης, με βάση τους κανόνες της
ισότητας και της αξιοκρατίας. Δεν έδωσε
την υποσχεθείσα χαρά στον ‘‘προλετάριο’’ της ζωής, εγκαθιδρύοντας
ένα πρωτοφανές στρατιωτικό - πολιτικό σύστημα
”νομενκλατούρας’’. Και στην ίδια
ομάδα, τώρα που ακούγεται το
σύνθημα το αρχαικό και χιλιοειπωμένο ένα
‘‘αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα ισχυρό’’, νομίζω πως ακούω τον Φερντινάν Λασάλ
να θέλει να οργανώσει ένα αντικεφαλαιοκρατικό καπιταλισμό για να οδηγήσει την χρεωκοπία του ‘‘Κεφαλαίου’’2.
«Η άνοιξη της Πράγας, θα
οδηγήσει σε ένα σοσιαλισμό που
πεθαίνει, από υπερβολική επίδειξη δύναμης» γράφει
σχετικά ο Θ. Γιαλκέτσης3. Και απομένει και μια Τρίτη ομάδα που θα μπορούσες να στηριχτείς κατά τον Μαρκούζε, που αναφέρεται στην ενσωμάτωση και συστράτευση του εργαζόμενου πολίτη με την
ελίτ της πνευματικής τάξης και της φοιτητιώσας νεολαίας. Την αποτυχία αυτής της
πρότασης την απέδειξαν τα γεγονότα
του 1968 με αυτή την ‘‘ανεύρετη
επανάσταση’’ όπως γράφει ο Ραιϊμόν
Αρόν4. Σε αρωγό επιβεβαίωση έρχονται
οι δηλώσεις του Αντρέ Γκλίκσμαν, που διευθύνει στο Βενσέν «μια Επιτροπή βάσης για την κατάργηση
της μισθωτής εργασίας και την καταστροφή του πανεπιστημίου» -
πρωταρχικά συνθήματα του παρισινού Μάη του 1968-. Αυτός λοιπόν μας λέει: «Αν
μετρηθεί με βάση τους διακηρυγμένους από
τους πρωταγωνιστές στόχους, ο Μάης
του 1968
απέτυχε και η κληρονομιά του
μπορεί να φανεί ασήμαντη».
Να γιατί σήμερα ο
εργαζόμενος πολίτης όπως προανέφερα,
έρμαιο αντικρουομένων και αποτυχημένων στην πράξη- για την απόκτηση μιας
αξιοπρεπούς ζωής - ιδεολογικών θεωριών συμβιβάζεται και αναγκαστικά συμμετέχει
στο σύστημα. Έχει δεχτεί ότι παραμένει ανυπεράσπιστος από όλα τα σωτήρια
ιδεολογικά πολιτικά σχήματα.
Έτσι όμως είναι τα πράγματα; Είναι όλα αποτυχημένα; Η απάντηση δεν είναι απλή.
Επανερχόμενος στην
κατάσταση των πρόσφατων ημερών που διαβιώσαμε, και όσον αφορά το ‘‘τι μέλει
γενέσθαι’’, θα πρέπει να διερωτάται
κανείς, πόσο η όποια μια εκλεγμένη πολιτική ηγεσία, δικαιούται να παραμένει αμέτοχη
κι αναποφάσιστη. Και να αφήνει
τον εργαζόμενο πολίτη, έρμαιο του παιχνιδιού των συμφερόντων υμών και εκείνων.
Εδώ ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη, δια στόματος του Κρέοντα, μας ανοίγει για
λίγο τα μάτια: «Εμοί γαρ όστις πάσαν ευθύνων πόλιν\ μη των αρίστων άπτεται
βουλευμάτων/ αλλ’ εκ φόβου του την γλώσσαν
εγκλήσας έχει/ κάκιστος είναι νυν
τε και πάλαι δοκεί» Και σε
μετάφραση ελεύθερη: όποιος καθοδηγεί μια
Πόλη/ και δεν παίρνει τις καλύτερες δυνατές αποφάσεις/αλλά φοβάται καταπίνοντας
τη γλώσσα του/είναι κακός ηγέτης και τώρα και παντού». Η ρήση είναι γενική και διαχρονική και έρχεται από τα βάθη των
αιώνων.
Εμένα όμως περισσότερο
μου έρχεται στο μυαλό το «Ου φροντίς Ιπποκλείδη», (σε ελεύθερη μετάφραση:
Σκασίλα μου ή σκασίλα μας για ότι
υφίστασθε). Την ιστορία του Ιπποκλείδη, την περιγράφει ο Ηρόδοτος: «Ο Κλεισθένης, ο
Τύραννος της Σικυώνας5, θέλει να ανέβει κοινωνικά, γι’ αυτό και θέλει να παντρέψει την κόρη του, με Έλληνα Αθηναίο.
Προσκαλεί λοιπόν τους υποψήφιους, να συμμετάσχουν στο αγώνισμα του τεθρίππου. Ανάμεσα
στους υποψήφιους μνηστήρες και ο Αθηναίος
Ιπποκλείδης, που ξεχώριζε για τον πλούτο του και την ομορφιά του. Η προτίμηση του Κλεισθένη, στρεφόταν στον Ιπποκλείδη. Στο γαμήλιο ή μάλλον προγαμήλιο συμπόσιο, ο
Ιπποκλείδης, επέδειξε μια συμπεριφορά ιδιαίτερα προκλητική, κάνοντας πολλά καραγκιοζιλίκια με σκοπό να διακριθεί
και να επικρατήσει. Η αλαζονική του συμπεριφορά, ήταν τέτοια, που ο Κλεισθένης
αηδιασμένος τον απέπεμψε. Και τότε ο
Ιπποκλείδης συνεχίζοντας την προκλητική συμπεριφορά απάντησε «Ού φροντίς
Ιπποκλείδη». Κι από τότε το «ου φροντίς Ιπποκλείδη» έγινε φράση παροιμιακή, που επαναλαμβανότανε συχνά.
Αυτή τη φράση εισέπραξα
προσωπικά εγώ, από τους εμπλεκομένους σαν απάντηση στις ενδόμυχες διαμαρτυρίες
μου.
Εύχομαι όμως ειλικρινά να έχω κάνει λάθος. Ο χρόνος θα δείξει.
––––––––––
1. Τίτλος παρμένος από το
βιβλίο του Ζιλ Λιποβέτσκι 1983, εκδ. “Νηρηίδες”.
2. Β. Ραφαηλίδης: Η
Μεγάλη περιπέτεια του Μαρξισμού. Σελ. 271
εκδ. εικοστού πρώτου).
3. Βιβλιοθήκη
Ελευθεροτυπίας τεύχος 503. 5/08).
4. Raymond Aron: ‘‘La Revolution introuvable’’. Fayard 1968.
5. Αρχαία πόλη της
Πελοποννήσου, κατά μήκος του Κορινθιακού.