«Όσοι επιζητούν τα φθαρτά και τα εφήμερα, μένουν μακριά από τη αλήθεια και τη δικαιοσύνη, και αφοσιώνονται στην απληστία και στις τιμές».
Ηράκλειτος


(Οκόσοι τυγχάνουσιν επιχθόνιοι της μεν αληθηίης και δικαιοπραγμοσύνης απέχονται απληστίη δε και δοξοκοπίη προσέχουσι).

Ο Ηράκλειτος, ήταν γιος του Βλόσωνα ή του Ηράκωντα, είχε δε γεννηθεί στην Έφεσο γύρω στο 504-501 π.Χ. (69η Ολυμπιάδα). Φαίνεται όμως ότι ήταν ένα αινιγματικό και “ιδιαίτερο” πρόσωπο. Εγωϊστής, υπερόπτης, με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, από όλους αντιπαθής και προς όλους δεικτικός, απορριπτικός και απόκοσμος, χωρίς φίλους.

Με δυό λόγια καταγράφεται στην ιστορία σαν μισάνθρωπος. Εκαυχάτο ότι δεν υπήρξε μαθητής κανενός και ότι όλα τα έμαθε μόνος του, (ήκουσε τ΄ουδενός. Μαθείν πάντα παρ΄αυτού). Έλεγε ότι όταν ήταν μικρό παιδί δεν ήξερε τίποτα. Αλλά όταν μεγάλωσε τα ήξερε όλα. Δεν έπαυε να τονίζει, πως η πολυμάθεια δεν μας κάνει ικανούς να κατανοούμε τα όντα· δεν μας κάνει έξυπνους «πολυμαθίη νοόν ού διδάσκει». Δεν δίσταζε πάλι να λέγει περιπαικτικά: «Αν η πολυμάθεια βοηθούσε, θα είχε κάνει έξυπνο και σοφό τον Ησίοδο, μα και τον Πυθαγόρα, και τον Ξενοφάνη αλλά και τον Εκαταίο». Έλεγε ακόμη ότι ο Όμηρος πρέπει, όχι μόνο να μη γίνεται δεκτός σε αγώνες (ποιητικούς), αλλά και να ραπίζεται. Ομοίως και ο Αρχίλοχος. Για τους δυό τελευταίους έτρεφε μεγάλη οργή, γιατί και οι δύο είχαν εκφρασθεί κατά του πολέμου και της έριδος μεταξύ των ανθρώπων.  

Η αρχή του ήταν ότι «ο πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε, τους ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε, τους δε ελευθέρους». Δηλαδή, ο πόλεμος είναι ο πατέρας και ο βασιλιάς των πάντων και άλλους μεν τους έκανε θεούς, άλλους δε ανθρώπους. Και από τους ανθρώπους μερικούς τους έκανε δούλους, άλλους όμως ελεύθερους.

Εδώ βλέπομε, ότι στο “πιστεύω” του, ο πόλεμος, ο ανταγωνισμός και η έρις, είναι ο λόγος και η αιτία κατά την οποία εκφράζεται η κυριαρχία της αλλαγής, της οποιασδήποτε αλλαγής στο αιώνιο “γίγνεσθαι”. Το αιώνιο μεταβαλλόμενο “γίγνεσθαι” είναι η ολοκληρωτική αστάθεια του “πραγματικού” που ενεργεί και βρίσκεται αδιάκοπα σε εξέλιξη, χωρίς ποτέ να είναι στατικό. Είναι το νερό στο ποτάμι, που τρέχει και αλλάζει συνεχώς και αν τύχει και μπείς μια φορά σε αυτό, τη δεύτερη φορά θα βραχείς σε καινούργιο νερό. Άλλο τώρα νερό, θα έχει πάρει τη θέση του: «Δίς τον αυτόν ποταμόν ουκ άν εμβαίης».          (Πλάτ. Κρατύλος).

Κάτω από αυτό το αλληγορικό, το πέραν κάθε στατικού συγκρουσιακό γίγνεσθαι, αναφύονται οι ηγήτορες, αλλά και οι σοφοί άνθρωποι.   Και γενικότερα η παντοειδής ελευθερία, όπως και η υποδούλωση του ανθρώπου, η οποία κατά κανόνα μετά από σύγκρουση και ρήξη μιας ηρεμίας τότε μόνο επέρχεται. Ηρεμίας ζωής, ηρεμίας κοινωνίας, ηρεμίας οικονομικής. Και πιο μεταφορικά, αν συνεχώς   επικρατούσε   “ηρεμία”   και γαλήνη, αν η δράση και η αντίδραση ανάμεσα στις αντίθετες ουσίες και πράγματα, δηλαδή ο ανταγωνισμός, έπαυε, τότε ο νικητής θα εγκαθίδρυε τη μόνιμη κυριαρχία του· θα επέβαλε την “μονιμότητα” εφ΄όλων των πραγμάτων, εμψύχων και αψύχων, εμβίων και μη, με αποτέλεσμα ο κόσμος να κατέληγε στην αυτο-εξαφάνισή του. Κάθε ζευγάρι αντιθέτων συνδέεται άρρηκτα και εξελικτικά, χάριν στην αυτόματη εκ της αενάου πάλης διπολική διαδοχή. Η γενική ισορροπία του κόσμου μπορεί να διατηρηθεί, μόνο αν η αλλαγή προς τη μία κατεύθυνση, προκαλεί τελικά μια άλλη προς την άλλη· δηλαδή αν υπάρχει συνεχής ανταγωνισμός των αντιθέτων. Ιδιαίτερα στον άνθρωπο όπου η ζωή και ο θάνατος, η εγρήγορση και ο ύπνος, τα νιάτα και τα γηρατειά αλλάζουν, γίνονται εκείνα και αν εκείνα πάλι αλλάξουν γίνονται αυτά. Κάθε ζευγάρι αντιθέτων αποτελεί μια ενότητα και μια πολλαπλότητα. Και τα διαφορετικά ζευγάρια είναι επίσης αλληλένδετα.

Ο Αριστοτέλης επικροτεί, αλλά και μένει σκεπτικός   στο ότι   τα πράγματα που θεωρούνται ότι σχηματίζουν σύνολα, «είναι και δεν είναι ένα όλον», συναρθρώνονται και διαλύονται, βρίσκονται και δεν βρίσκονται σε αρμονία. Δηλαδή ότι από όλα προέρχεται το ένα, και από το ένα όλα. “Εκ πάντων έν και εξ ενός πάντα”, “Περί Κόσμου”, 5, 396 β- 20.

Σχετικά ο Πλάτων λέει στον “Φαίδωνα”: «Σε κάθε άνθρωπο η δύναμη του θανάτου και η δύναμη της ζωής επενεργούν κάθε στιγμή. Οι δύο δυνάμεις επενεργούν ταυτοχρόνως, γιατί ο αιώνιος ανταγωνισμός τους, δεν επιτρέπει ούτε τον μόνιμο θρίαμβο ούτε τη μόνιμη καταπίεση». Και ο Ηράκλειτος συμπληρώνει «Ξυνός γαρ ο κοινός»· δηλαδή όλα είναι ενωμένα σε μια κοινή αρχή. Αυτός ο κόσμος, που είναι ένας στην ολότητά του υπήρχε πάντα, υπάρχει και θα υπάρχει, και δεν τον έπλασε κανένας θεός ή άνθρωπος: είναι μια αιώνια φωτιά: «πυρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβέννυμεμενον μέτρα», (Κλήμης Στρωμ. V, 104,1). Μια πελώρια αιώνια φωτιά λοιπόν είναι ο κόσμος, που σβήνει και ανάβει αλλά πάντοτε με “μέτρο”.

Η συζήτηση νομίζω ότι πολύ εβάθυνε και ήδη ξέφυγε από τα όρια ενός απλού άρθρου. Μα το θέμα είναι δύσκολο και χαρακτηριστικό του Ηράκλειτου είναι η δυσχέρεια κατανόησης των λόγων του. Τον είπανε “σκοτεινό” και μελαγχολικό. Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης δεν τον πήραν πολύ σοβαρά ίσως και δεν προσπάθησαν ποτέ να διεισδύσουν στο μεταφορικό νόημα των λόγων του.   Ο Πλάτων δε αναφέρεται σποραδικά στον Ηράκλειτο και όταν αναφέρεται, αυτό γίνεται με χιουμοριστική ή ειρωνική διάθεση. Όμως όλοι οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι είχαν εντυπωσιασθεί από τον λόγο του στην κυριαρχία της αλλαγής στον κόσμο· στον κόσμο που έβλεπαν. Από την κυριαρχία στην οποία επικρατεί η ιδέα του “μέτρου” το οποίο ενυπάρχει στην αλλαγή της σταθερότητας που την παρακολουθεί αδιάλειπτα και την ελέγχει. Ο Ηράκλειτος δεν έγραψε κανένα βιβλίο ή υπέθεταν ότι έγραψε μόνο το “Περί Φύσεως”. Τα διασωζόμενα αποσπάσματα μοιάζουν με προφορικές ρήσεις, οι οποίες απομνημονεύονται εύκολα. «Χρυσόν γάρ οι διζήμενοι γήν πολλήν, ορύσσουσι και ευρίσκουσι ολίγον», δηλαδή αυτοί που χρυσάφι αναζητούν, γη πολλή σκάβουν και λίγο βρίσκουν. «Είς εμοί μύριοι, εάν άριστος», ο ένας για εμένα αξίζει για δέκα χιλιάδες, αν αυτός είναι άριστος. Όλες οι ρήσεις του Ηράκλειτου είναι αποφθεγματικές και δυσνόητες. Ο ίδιος μάλιστα υπερηφανευόταν λέγοντας, ότι τις έκανε έτσι για να τις καταλαβαίνουν μόνο οι ικανοί κα όχι ο όχλος: «Όπως οι δυνάμενοι (μόνοι) προσίοιεν αυτώ και εκ του δημώδους ευκαταφρόνητον ή». Η γλώσσα του δεν σταματούσε να σχολιάζει και να καταφρονεί τους συμπολίτες του. Όταν τον ρώτησαν γιατί όλο παίζει ζάρια με τα παιδιά στο ναό της Αρτέμιδος, τους απέρριψε λέγοντας: «Τι ώ κάκιστοι θαυμάζετε; ή ού κρείττον τούτο ποιείν ή μεθ’ υμών   πολιτεύεσθαι». Δηλαδή, γιατί παραξενεύστε κάκιστοι άνθρωποι; Δεν είναι καλύτερο να κάνω αυτό, παρά να πολιτεύομαι μαζί σας.

Ο Ηράκλειτος πέθανε γύρω στα εβδομήντα του χρόνια. Και ιδού πως: Αηδιασμένος από αυτά που έβλεπε να γίνονται μεταξύ των συμπολιτών του, είχε καταφύγει στα βουνά. Εκεί ζούσε ασκητικά και ολομόναχος, τρώγοντας μόνο χόρτα και βλαστάρια. Η κοιλιά του πρήστηκε. «Υδρωπικία» αποφάνθηκαν οι τότε γιατροί. «Γέμισε νερό η κοιλιά μου», σκέφτηκε αυτός. Γυμνώθηκε με την κοιλιά έξω στις ακτίνες του ήλιου, με σκοπό να τη θερμάνουν και να τη στεγνώσουν. Ακόμα προχώρησε σε κάτι παραπάνω: σκέπασε την κοιλιά του με κοπριά, προσπαθώντας με την επίτευξη περαιτέρω θερμότητας να απορροφηθεί το κοιλιακό υγρό. Βρωμούσε ολόκληρος. Κανείς δεν τον πλησίαζε. Τελικά πέθανε χωρίς κανείς να το αντιληφθεί. Οι γείτονες τυχαία το αντιλήφθηκαν, όταν είδαν από πάνω του άγρια σκυλιά να τρώνε την κοπριά μαζί και τις σάρκες του.

Αν όμως οι σύγχρονοί του δεν τον κατάλαβαν, οι μεταγενέστεροι μελετητές στο φιλοσοφικό στερέωμα τον εξετίμησαν και με σεβασμό ξαναφέρνουν στο προσκήνιο τις σκέψεις του.


Βιβλιογραφία

1) Kirk, Raven Schofield: “Οι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι”, Εκδ. ΜΙΕΤ

2) Νίτσε: “Η Γέννηση της φιλοσοφίας”, Εκδ. Κορόντζη

3) “Ηράκλειτος”, Εκδ. Ζήτρος

4) Διογένης Λαέρτιος: “Βίοι φιλοσόφων”, Εκδ. Γεωργιάδη

5) “Λεξικό Αρχαίου Κόσμου”, Εκδ. Δομή

6) Εγκυκλ. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα

Προτεινόμενο Video

Διαφήμιση

Επισκέπτες σε σύνδεση

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 245 guests και κανένα μέλος