Προχτές σε μια λογοτεχνική –φιλολογική συζήτηση, το πέρας της απαγγελίας ενός κειμένου ακολούθησε η προτροπή: «Να  το τυπώσετε». Και κάποια κυρία κάποιας ηλικίας,  πρόσθεσε: «Σε πολυτονικό». Και η ομήγυρη χειροκρότησε!  Εγώ  όμως όχι...

 

Φιλοσοφικές σκέψεις στη Γλώσσα (από έναν απλό άνθρωπο)

 

«Ο Απόστολος Παύλος μας φανερώνει πως πρέπει τα λόγια να είναι καθάρια, δια να γροικούμεν εκείνο, όπου είναι γραμμένον,  ό,τι  άν μιλούμεν ή αν διαβάζωμεν και δεν γροικούμεν, είνε σαν να ρίχνωμεν  τα λόγια μας, εις τον άνεμον».

Πατριάρχης  Κύριλος Λούκαρης ( 1572- 1638).


Προχτές σε μια λογοτεχνική –φιλολογική συζήτηση, το πέρας της απαγγελίας ενός κειμένου ακολούθησε η προτροπή: «Να  το τυπώσετε». Και κάποια κυρία κάποιας ηλικίας,  πρόσθεσε: «Σε πολυτονικό». Και η ομήγυρη χειροκρότησε!  Εγώ  όμως όχι,  αν και  απολαμβάνω την καθαρεύουσα ή την αρχαία και κατά συνέπεια και την “ψιλή” και τη “δασεία”.

 Η  Γλώσσα, δεν έχει πάψει ακόμη να  βάζει φωτιές αναταραχής, στην Ελληνική κοινωνία.  Και ενώ φάνηκε, ότι οι παλιές συγκρούσεις, είχαν καταγραφεί σαν ξεχασμένες εικόνες που ανήκουν στο παρελθόν, η αναζωογόνησή τους. έρχεται σαν διάψευση.

Κάποτε όλοι θα πρέπει να καταλάβομε, ότι η γλώσσα δεν είναι  μουσειακός πάπυρος ενταφιασμένος στο   μαυσωλείο, που θα πρέπει να ενταχθεί σε ένα πρόγραμμα εθνικής σωτηρίας. Η γλώσσα, είναι το ζωντανότερο στοιχείο της επιβίωσης, που μεγαλώνει και θεριεύει διαλεκτικά, μέσα στη σύγκρουση και επιθυμία  του λαού που τη βιώνει.  Την επιθυμία που συντηρεί, ο εκάστοτε χρόνος, της εκάστοτε   κοινωνίας και είναι   ο χρόνος αυτός,   που στοιχειώνει τη γλώσσα  μας και δεν την αφήνει να συρθεί σε- εκ των άνω  αλλά ούτε εκ των κάτω-  εσφαλμένες ιδεολογικές καθοδηγήσεις. Η γλώσσα σαν ζωντανό στοιχείο πλάθεται μέσα στην κοινωνία που ζει, που ζεί γι’ αυτή και πάλλεται γι’ αυτή   και επιζεί μετά από αυτή. Αυτό  θα πεί ότι εγώ ο “παλαιός” που έζησα κάποιες δεκαετίες μπροστά, με ίσως διαφορετικά “πιστεύω” και διδακτικές ιαχές ερεθίσματα και ανάγκες, βιώματα λάθη και αγώνες δεν θα πρέπει να επιβάλω,  το δικό μου “θέλω”.  

Κατ΄ επέκταση η νεολαία η σημερινή  θέλει την δική της γλώσσα, αυτή τη γλώσσα με την οποία η ίδια  θα ζήσει,  αυτή τη γλώσσα που αυτή θα χρησιμοποιήσει και όχι αυτή τη γλώσσα του παρελθόντος.

Σ’ αυτή τη θέση όμως πρέπει να υπάρχουν κα κανόνες, οι  οποίοι προυποθέτουν ευπρέπεια και σεβασμό της εθνικής συνέχειας και όχι ένα ξεπούλημα στο “O.K.” και  στο αναμασσόμενο “standard”.  Η Coca Cola  μπορεί να είναι ωραίο αναψυκτικό αλλά δεν είναι  εθνικό ποτό. Και τα έθνη -με την καλή τους έννοια -όπως και οι λαοί, επιβιώνουν, αν και οπόταν τηρούν και σέβονται τις παραδόσεις. Και φυσικά η γλωσσική εξέλιξη, δεν έχει σχέση με την αμορφωσιά και την αγραμματοσύνη. Δεν έχει σχέση με εκείνο το ζωγράφο που  ανίκανος να περάσει μια πινελιά στον καμβά, τον μουτζουρώνει με τα νύχια προσπαθώντας να περάσει, σε εμένα τον αδαή αλλά ορθολογικά σκεπτόμενο και όχι αφελή, το νέο μήνυμα περί “τέχνης”. Όλα λοιπον έχουν κανόνες.

Από τις  παλιότερες εποχές οι “λαϊκές” τάξεις και οι Έλληνες της διασποράς εύρισκαν δυσκολία στην εκφραστική χρησιμοποίηση και κατανόηση της γλώσσας, που μιλούσαν οι μορφωμένοι και οι λόγιοι. Αλλωστε αυτό αποτελούσε και  ένα χαρακτηριστικό της ειδοποιού ταξικής διαφοράς που συνεπάγετο και την περιφρόνηση του “λαϊκού” από την ανώτερη κοινωνία. Ακόμη και στην αρχαία Αθήνα εκείνος που μιλούσε την Αττική έβλεπε περιφρονητικά εκείνον που μιλούσε την Δωρική. (Και εμείς χτυπιόμαστε σαν το φρούτο της “διγλωσσίας” να είναι καινούργιο).

Το ότι ο χειρονάκτης ή προλετάριος ήταν,  και δυστυχώς είναι αποξενωμένος εκ των πραγμάτων και από τον αγώνα του καθημερινού,  για κάθε πνευματική  βελτίωση  κανείς δεν το ελάμβανε υπ΄όψιν. Ίσως μάλιστα αυτή η ανισότητα και να βόλευε και τη διαιώνιση της επικρατούσας καθεστηκυίας τάξης, στο κάτι το διαφορετικό.

Έτσι ο ελληνικός λαός,  ο απλός, βρέθηκε  ζαλισμένος σε ένα  γλωσσικό αλλαλούμ.  Ντοπιολαλιές και φραγκολεβαντίνικες επιρροές μαζί με φαναριώτικο καθωσπρεπισμό σε μια  τουρκική επιβολή συνέτειναν στην κατάσταση αυτή.

Σιγά σιγά  όμως  ανασκουμπώθηκε  και παλεύοντας ξελευτερώθηκε αποκτώντας την δική του την “εμιλιά”, που λέμε στην Κρήτη  τη  δική του την καθομιλουμένη. Μια καθομιλουμένη, όπου αποδιώχνοντας την καθαρεύουσα και δημοτική μαλιαρή, προέβη σε  μια δική της διαλεκτική σύμπτυξη και  βρήκε τους δικούς της κανόνες στην έκφραση. Συνεχίζοντας το πλάσιμό της αποκεφαλίζει και τα περιττά στολίδια, απλουστεύεται, γίνεται πιο  εύχρηστη και ρίχνεται στον αγώνα της καθημερινότητας. Η τεχνολογική εξέλιξη της  επικοινωνίας, η ευκολία με τα μοντέρνα μέσα της μετακίνησης, επέφεραν  ανάμειξη του  απομονωμένου πληθυσμού της περιφέρειας με  τον του κέντρου και το αντίθετο. Έφερε κοντά διαλέκτους  σε μια αθέλητη  πρόσμειξη, σε ένα κοινό παρονομαστή. Έτσι που τώρα στα δικά μας χρόνια, να μην ακούμε περιφρονητικά τον Θεσσαλό  ή τον Επτανήσιο,  τον Κρητικό  και τον Μανιάτη,  με τους διαλεκτικούς και ενίοτε και τραγουδιστικούς φωνητικούς κυματισμούς, αλλά να καμαρώνουμε για την γενιά μας, για τη φυλή μας, για τα χωριά μας και για τις ρίζες μας.

 Έτσι γεννήθηκε η καθομιλουμένη.

Η αλήθεια  πάντως είναι ότι μερικοί ή αρκετοί  από εμάς και εγώ μαζί, ηδονιζόμαστε από την ομορφιά ενός  αρχαίου κειμένου ή  κειμένου της καθαρεύουσας.

Εμείς όμως δεν είμαστε οι  πολλοί και αν στο βάθος  μας ρωτήσεις δεν θα θέλαμε  να επικοινωνούμε γραφτά ή προφορικά σαν τον Γερμανό που έρχεται στη χώρα μας  με  το ανά χείρας αρχαιοπρεπές φυλλάδιο του “Γερμανού τουρίστα εν Ελλαδι”.   

Πρέπει να καταλάβομε όλοι, ότι η νέα γενιά, δεν καταστρέφει τη γλώσσα,  αν ελληνοποιεί κάποιες ξενικές λέξεις και εκφράσεις ή αν εξαπλουστεύει κάποιες ελληνικές. Τέτοια χτυπήματα η ελληνική  γλώσσα τα δέχεται από αιώνες τώρα, τα καταπίνει αφομοιώνοντας  εις τα καθ΄ημάς όπως καταπίνει και τις συμπεριφορές των ασπόνδων φίλων της.

 Για τη γλώσσα όμως όπως προανέφερα, πρέπει να τηρούνται και οι   κανόνες. Ότι είναι χύμα, παίρνει το σχήμα και τη μορφή του δοχείου εντός του οποίου  εμπεριέχεται. Και εμείς  οι παλιότεροι με κανένα τρόπο δεν θα θέλαμε να το δούμε.

Αυτά για σήμερα.

γιάννης κορναράκης του μάνθου

 

Βοηθήματα που χρησιμοποιήθηκαν:


1) Χ. Π. Γουνελάς: “Η φιλοσοφία της Γλώσσας και η Νεοελληνική Ποίηση”, Εκδ. Δελφίνι.1995

2) Γ. Κορδάτος: “Ιστορία του Γλωσσικού Ζητήματος”, Εκδ. Μπουκουμάνη.1973.

3) Αν. Φραγκουδάκη: Η Γλώσσα και το Έθνος 1880-1980, Εκδ. Αλεξάνδρεια.2002

 


Προτεινόμενο Video

Διαφήμιση

Επισκέπτες σε σύνδεση

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 202 guests και κανένα μέλος