Είχα χρόνια πολλά να διαβάσω Ιλία Έρεμπουργκ. Αυτόν  τον Ρώσο αιρετικό συγγραφέα, τον είχα γνωρίσει για πρώτη φορά στα φοιτητικά μου  με την “Πτώση του Παρισιού”  και το “Ενατο κύμα”, χωρίς από ότι μπορώ  να θυμηθώ, να με είχε τότε ενθουσιάσει. Σήμερα διαβάζω, ή μάλλον ρουφώ  και μελετώ  το βιβλίο του ‘‘Η Θυελλώδης ζωή του Λάζικ Ροϊτσβάνιετς’’.


Τον συγγραφέα  Έρενμπουργκ (1891-1967), τον είπανε  αιρετικό, γιατί τέτοιος ήταν στην πραγματικότητα, αφού με την λεπτή του δηκτική ειρωνεία, καίτοι διευθυντής κομματικής προπαγάνδας και τιμημένος για το συγγραφικό του έργο με το βραβείο Στάλιν (‘42 & 43) και το βραβείο Λένιν το 1952, στάθηκε αντιμέτωπος στο στρατευμένο παραλογισμό  που επικρατούσε εκείνη την εποχή στις χώρες των Σοβιέτ, πράγμα που το πλήρωσε. Έτσι κατά περιόδους αναγκάστηκε να ζήσει σαν  δημοσιογράφος και να συγγράφει στο Παρίσι. Το εν λόγω βιβλίο του, ενώ επανεκδιδόταν συνεχώς στη Δύση, στη Σοβιετική Ένωση είχε καταδικαστεί σε πλήρη απομόνωση.          

Στο εν λόγω βιβλίο, ο ήρωάς του ο Λάζικ, ένας  μικρόσωμος άσημος ραφτάκος, δηλώνει Πολωνός την υπηκοότητα και Εβραίος το θρήσκευμα, βιώνοντας   σαν θύμα του καθεστώτος, μια απίθανη  τραγελαφική περιπέτεια. Έναυσμα και αιτία για το  πρώτο του κομματικό κυνηγητό,  υπήρξε ένας αυθόρμητος βαθύς αναστεναγμός  που του βγήκε από τα εσώψυχά του, καθώς αναπολούσε τον  μοναδικό και ανεκπλήρωτο έρωτα του.

Το πρώτο κακό ήταν, πως ο αναστεναγμός αυτός βγήκε ενώ περνούσε μπροστά από μια αφίσα, εκλιπόντος  ηχηρού κομματικού παράγοντος. Το δεύτερο κακό ήταν, πως τον αναστεναγμό τον άκουσε ένα ασήμαντο θηλυκό κομματικό στέλεχος, που τυχαία περνούσε από εκεί.  Τον εξέλαβε σαν δυσμενή σχολιασμό, αμέσως τον κατέδωσε και το ποινικό δικαστήριο  αποφάνθηκε με ποινική καταδίκη σε φυλάκιση για προσβολή εθνικού συμβόλου. Από εκεί αρχίζουν ο ι περιπέτειές του που περιγράφει, από τις οποίες θα σταχυολογήσω  αφηγήσεις και αναφορές  αλληγορικές.

Σήμερα αρχίζω από την πρώτη.

Σαν παραμύθι μας φέρνει κοντά της,  ένας τρελός γέρος Εβραίος, που στο διάβα του κειμένου παρεισφρύει στην γενική αφήγηση: 

(Η ιστορία αρχίζει σε κάποιο ασαφή παλιό χρόνο πριν.  Ήταν τότε που στην  Ρώμη διαφέντευε ο Πάπας της. Ήταν κατά πως λένε, κάτι σαν ο πιό μεγάλος κομισάριος του τόπου. Καθόταν στο παλάτι, έκανε ταξιδάκια  και συμμετείχε ασμένως και ιδιοτελώς στα θρησκευτικά του καθήκοντα. Λέγεται μάλιστα,  ότι το πρωί ήθελε όμορφες κοπέλες να τον ξυπνάνε  και όταν καλοξύπναγε, μετά το πλούσιο πρωϊνό του, φιλόστοργα άφηνε και τους πιστούς να του φιλήσουν το χρυσό του παπούτσι.

Τότε ήταν, που είχανε καρναβάλι στη Ρώμη.  Αλλά στη Ρώμη ζούσαν και αυτοί οι Εβραίοι που δεν ξέρω, πως τολμούσαν να ζούν στην  ίδια πόλη με τον Πάπα. Όσο αυτός δεν τους  ‘’πήγαινε’’, τόσο αυτοί όλο και βγαίνανε μπροστά του. Ο Πάπας την κατάσταση αυτή δεν μπορούσε  να την χωνέψει. Αλλά σαν καλός χριστιανός δεν μπορούσε να τους χώσει όλους φυλακή και μάλιστα χωρίς σοβαρή αιτία.  Σκαρφίστηκε λοιπόν να σπάσει πλάκα μαζί τους.  «Για να σας ανέχομαι, τώρα μάλιστα  που έχομε τις γιορτές καρναβαλιού, θέλω τη συμμετοχή σας. Θα μου δώσετε εσείς οι Εβραίοι, σαν δείγμα  αγάπης και  σεβασμού,    έναν άνθρωπό σας. Αυτός  ο Εβραίος, τη μέρα του καρναβαλιού, ολόγυμνος θα τρέχει γύρω από τη Ρώμη κάνοντας τρείς γύρους. Θα καλπάζει  παριστάνοντας το άλογο κούρσας. Έτσι θα με ευχαριστήσετε, θα με κάνετε να γελάσω,  καθώς θα κάθομαι στα χρυσά μου καθίσματα, αγκαλιά με τις κοπέλες μου και τους φίλους μου. Θα γελάμε με αυτό το ανθρωποάλογο».

Άναυδοι οι κακόμοιροι οι Εβραίοι. Αλλά τι να κάνουν· Πάπας κομισάριος ήταν αυτός. Αλλά  έτσι είναι και οι απόκριες. Σαν τις άλλες γιορτές. Αλλοι γλεντάνε και άλλοι πεινάνε.  Άλλοι έχουν καράτια και άλλοι δωρεάν δάκρυα.

Τω καιρώ εκείνω, για τον λόγο αυτό,   οι Εβραίοι μαζεύτηκαν σε σύσκεψη στη Συναγωγή, δηλαδή για το  ποιός θα γίνει το ανθρωποάλογο. Ο Ραβίνος;  «Εγώ  αδύνατον. Είμαι σπουδαγμένος». Ο πλούσιος με τα καράτια;  «Αδύνατον, εγώ ο κακόμοιρος εκείνη την ώρα θα τρώω. Δεν γίνεται να παρατήσω τη χήνα μου». Κάθε Εβραίος έδινε ακόμα και ένα χρυσό, αρκεί  να μην τρέξει. Και οι πιο φτωχοί έδιναν το κάτι τις τους. Ξέμεινε ο  Λάζαρος, ο ραφτάκος, ο πάμπτωχος. Αυτός το μόνο που είχε, ήταν η γυναίκα και τα  έξη παιδιά του. Έπρεπε να πληρώσει με τον εξευτελισμό του εαυτού του.

Τα παιδιά και η γυναίκα ολοφύρονταν  και έκλαιγαν, ο Λάζαρος ολόγυμνος ξεφώνιζε «Αντίο γυναίκα, αντίο παιδιά μου, αντίο ζωή», το ανόσιο χέρι κατέβαζε το κνούτο στη ράχη και ο Πάπας γελούσε και σφράγιζε τα αυτιά του για να μην ακούει. Και πίσω από το χρυσό κάθισμα του, η καδρονισμένη εικόνα ενός χρυσοαλυσσοδεμένου  Χριστού δάκρυζε. Το κνούτο κατέβηκε, η παράσταση άρχισε. Ο αλογοάνθρωπος χωρίς παντελόνι, ολόγυμνος, κάλπαζε. Η ζέστη αφόρητη. Στη διαδρομή γονάτιζε. Το κνούτο, που παρακολουθούσε πίσω τον γολγοθά του, ξανάπεφτε. Το πλήθος στο Κολοσσαίο,  αλάλαζε «Τρέχε ψωφάλογο». «Μα τρέχω», διαμαρτυρόταν το θύμα στους εκατό ιπποκόμους, που  από κοντά του δεν τον άφηναν για μια ανάσα. Σε λίγο απόκαμε, πέφτει κατά γής. Το πλήθος ξεσηκώνεται. Και εκεί αιφνίδια μια σκιά τον δροσίζει. Γυρίζει και βλέπει ένα ξερακιανό ξυπόλητο, σκυμμένο στοργικά από πάνω του. Πετσί και κόκκαλο και ο ιδρώτας βρέχει ανακατεμένος με αίμα τα γένια του, ολάκερο το κορμί του και στάζει,  μεταλαμπαδεύεται  και δροσίζει το εξουθενωμένο κορμί του ραφτάκου.  «Ποιός είσαι εσύ. Δεν σε ξέρω. Μα σαν να σ΄έχω ξαναδεί». «Δεν με ξέρεις γιατί είναι χρόνια πολλά που εγώ έχω πεθάνει,  ενώ εσύ είσαι ακόμη ζωντανός. Δεν με αναγνωρίζεις, αλλά  κάθε μέρα με βλέπεις μόνο μέσα στη χρυσή κορνίζα μου, εκεί που με  βάλανε. Ποιος είμαι;  Ένας φτωχός  Εβραίος σαν και σένα. Εσύ ήσουνα ράφτης, εγώ ήμουνα μαραγκός. Με  λένε Ιησού. Ήθελα να βασιλεύει στον κόσμο αλήθεια. Κανείς όμως δεν την ήθελε.  Ούτε  την δικαιοσύνη,   ούτε την αγάπη και την  ευτυχία. Ήμουνα με τους φτωχούς ενάντια στους πλουσίους, με τους αδυνάτους ενάντια στους ισχυρούς. ΄Ηθελα  τον ήλιο να λάμπει και τα παιδιά να χαίρονται. Στην αρχή με σκοτώσανε. Μα δεν σταματήσανε. Με σκοτώνουν κάθε μέρα.  Σημαίες στήνουν και ψεύτικα δακρύζουν στην πονεμένη μορφή μου.  Ομνύουν στο όνομά μου  για να αναστατώνομαι από αγανάκτηση  μέσα από στον τάφο μου. Την εικόνα μου την κορνιζώνουν με χρυσάφι μαζί και το λόγο μου  και βάζουν τα παιδιά που πεινάνε να την προσκυνάνε. Και εδώ μπροστά στην χρυσοαλυσσοδεμένη εικόνα μου, καραγκιόζηδες χαίρονται με τον γολγοθά σου, που είναι  και δικός μου γολγοθάς. Κάθησε εκεί που βρίσκεσαι ξαπλωμένος. Εγώ θα συνεχίσω και θα τρέξω για σένα στη θέση σου. Κανείς δεν θα καταλάβει τη διαφορά».

«Άσε να τρέξομε μαζί» αναφωνεί ο Λάζαρος. «Κάτσε εκεί που βρίσκεσαι», έρχεται ηχηρή η  αυστηρή  απάντηση.  «Άλλωστε εδώ κοντά,  κοντά σε κάποιον άλλο τόπο, σε κάποια άλλη πόλη, εγώ θα τρέχω για  κάποιον που σίγουρα θα σκοτώνουν στο όνομά μου». Το κνούτο τώρα ανεβοκατεβαίνει  στη ράχη του ξυπόλητου μαραγκού, που δεν αργεί να φτάσει στο τέρμα μπροστά στα πόδια του Πάπα, που ‘ χει ξεραθεί από τα γέλια.

«Έλα κοντά μου Εβραίε, παλιάλογο, να σε μάθω εγώ  τι θα πει να είσαι  ο Πάπας,  ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος του φιλεύσπλαχνου Χριστού μου, γι’ αυτό θα σου δώσω και εγώ τώρα εκατό  βουρδουλιές δώρο για να τις θυμάσαι, εσύ που τον σταύρωσες».

Και ο Χριστός τρέχει ακόμα...

Με τον Έρενμπουργκ όμως  έχομε και συνέχεια.

 

―――――――――

Βοηθήματα

1) Εγκυκλ. Υδρία, Κέϊμπριτζ, Ήλιος

2) Ιλία Έρενμπουργκ:’’Η Θυελλώδης ζωή του Λάζικ Ροϊτσβάνιετς’’ Εκδ, Θεμέλιο

Προτεινόμενο Video

Διαφήμιση

Επισκέπτες σε σύνδεση

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 306 guests και κανένα μέλος