Ο κυρ-Γιάννης ο κηπουρός καταγόταν απ’ τα μέρη της Καππαδοκίας· αρχοντόπουλο. Ο πατέρας του ήταν μεγαλογαιοκτήμονας στα μέρη τους. Ο μικρός Γιάννης έμαθε όμως από πολύ νωρίς την αξία της εργασίας. Έτσι τό ‘θελε ο γέρος του. Δούλευε την γης παιδάκι ακόμα, βόσκαγε τα πρόβατα και τα γελάδια, κουβαλούσε κι όπλο μαζί του στα βοσκοτόπια, ένα παλιό μάουζερ, γιατί στον τόπο τους είχαν και λύκους και καπλάνια. Καπλάν, λένε οι Τούρκοι τον λύγκα· ένα δυνατό αιλουροειδές που κάποτε ζούσε και στη βόρεια Ελλάδα...

Ο κυρ-Γιάννης απ’ την Καππαδοκία


Ο κυρ-Γιάννης ο κηπουρός καταγόταν απ’ τα μέρη της Καππαδοκίας· αρχοντόπουλο. Ο πατέρας του ήταν μεγαλογαιοκτήμονας στα μέρη τους. Ο μικρός Γιάννης έμαθε όμως από πολύ νωρίς την αξία της εργασίας. Έτσι τό ‘θελε ο γέρος του. Δούλευε την γης παιδάκι ακόμα, βόσκαγε τα πρόβατα και τα γελάδια, κουβαλούσε κι όπλο μαζί του στα βοσκοτόπια, ένα παλιό μάουζερ, γιατί στον τόπο τους είχαν και λύκους και καπλάνια. Καπλάν, λένε οι Τούρκοι τον λύγκα· ένα δυνατό αιλουροειδές που κάποτε ζούσε και στη βόρεια Ελλάδα.

Ιδιαίτερα ένα καπλάνι τό ‘χε άχτι ο Γιάννης. Ένα θεριό, μισό μπόϊ μεγαλύτερο από τα συνηθισμένα καπλάνια, που τους είχε αφανίσει τα ζωντανά. Άχτι τό ‘χε το καπλάνι κι ο σκύλος του Γιάννη. Ένα θεόρατο μαλλιαρό τσοπανόσκυλο, άλλο θεριό κι αυτό. Τα δυό θεριά είχαν πιαστεί πολλές φορές. Και πάντοτε ο σκύλος του Γιάννη έβγαινε καταματωμένος απ’ τον καυγά. Τα νύχια του λύγκα δεν χωράτευαν. Έτσι, μιά μέρα ο πατέρας του είπε στον Γιάννη:

– Θα κάνουμε αυτό που δεν έκαναν οι πρόγονοί μας και τους σκλάβωσε ο Τούρκος.

– Τι δεν έκαναν; απόρησε ο Γιάννης.

– Περίμενε και θα δεις.

Πιάναν τα χέρια του πατέρα του. Κάθησε κι έφτιαξε για τον σκύλο έναν πέτσινο θώρακα με μεγάλα καρφιά στο μέρος του στήθους. Σκάρωσε κι ένα περιλαίμιο με καρφιά. Όταν αρματώσανε το τσοπανόσκυλο, θαρρείς και τό ‘νοιωσε. Φούσκωσε από περηφάνεια, έτρεξε πέρα κατά τα βοσκοτόπια και γάβγιζε δυνατά. Σαν νά ‘λεγε στον άλλο «έλα αν σου βαστάει». Δυό μέρες μετά, έτυχε ο Γιάννης νά ‘ναι μπροστά σαν ζύγωσε τα ζωντανά του το καπλάνι. Έκανε να σηκώσει το μάουζερ μα δεν πρόλαβε. Ο σκύλος αμολύθηκε σαν βολίδα πάνω στον αντίπαλό του. Τα δυό θεριά χτυπήθηκαν στον αέρα. Ένα πονεμένο ουρλιαχτό κι η μεγάλη γάτα σωριάστηκε στη γη, σφάδαξε για λίγο και ξεψύχησε. Το βράδυ μετά το φαγητό, άναψε ο πατέρας το τσιμπούκι και μίλησε αργά καθώς αργά ανέβαιναν τα συννεφάκια του καπνού:

– Αυτό δεν έκαναν οι παλιοί, όταν ήρθε ο Τούρκος στα μέρη μας; Δεν αρματώθηκαν;

– Μόνο αυτό πατέρα;  Δεν ήταν μονιασμένοι κι οι αρχόντοι, άντε τώρα, σύρε να ξαπλώσεις. Ξάπλωσε ο Γιάννης, μα ύπνος δεν του κόλλαγε. Εκείνος ήταν αρματωμένος, συλλογιόταν. Μα τι μπορούσε να κάνει ένας παλιο-γκράς μπροστά σ’ ολάκερη Τουρκιά.

Ότι είχε πατήσει τα δεκαεφτά κι ήρθαν στα μέρη τους τα χαμπέρια ότι οι Έλληνες μαζεύουν στρατό για να ριχτούν στους Τούρκους. Το συζήταγε ο γέρος στον οντά με τους γειτόνους κι ο Γιάννης άκουγε, άκουγε και δεν χόρταινε. Από την ώρα που έμαθε τα νέα, μερόνυχτα ξαγρυπνούσε και συλλογιόταν. Ώσπου αξημέρωτα ένα πρωί, ζαλώθηκε ένα μπογαλάκι που είχε ετοιμάσει αποβραδίς με τα χρειαζούμενα, άνοιξε σιγά την πόρτα της κάμαρας των γονιών του κι έμεινε για λίγο εκεί ασάλευτος να τους θωρεί μ’ ένα δάκρυ να κυλά στο μάγουλό του. Ύστερα πήγε και στα δωμάτια των μικρότερων αδελφών του. Δίπλα στο κρεβάτι του Ηλία άφησε το μάουζερ μ’ ένα σημείωμα: «Τώρα είσαι εσύ». Στη μικρή Σεβαστή άφησε τον σκούφο του από το τομάρι του λύγκα. Άνοιξε και ξανάκλεισε απαλά την εξώπορτα. Στον στάβλο το αγαπημένο του άλογο χλιμίντρισε σιγανά. Του έτριψε τη μουσούδα με το μάγουλό του και το ησύχασε. Το σέλωσε, του φόρεσε πανιά στις οπλές και ξεμάκρυνε αργά από το σπιτικό του με το σφίξιμο στην καρδιά να πονά όλο και πιο πολύ. Πάνω στο  σοφρά του οντά ένα χαρτί με τα κολυβογράμματά του έλεγε: «Σχωράτε με, πάω στην Ελλάδα να μπω στον στρατό. Θα ξανάρθω στρατιώτης να σας λευτερώσω».

Τράβηξε πολλά για να φτάσει ως τη Σμύρνη κι από κει στον Πειραιά. Οι στρατολόγοι γέλασαν σαν τους είπε πως ήρθε να καταταγεί. Τον έδιωξαν. «Έχεις να φας πολλά καρβέλια ακόμα», του είπαν. Απλά τονε πείσμωσαν πιο πολύ. Τριγυρνούσε στην Αθήνα, έκανε δουλειές του ποδαριού στην αγορά κι αφού κοιμήθηκε σε πάρκα και παγκάκια, έπιασε δουλειά σ’ ένα μπακάλικο και δόξα τω Θεώ κοιμότανε τα βράδια  μέσα στο μαγαζί. «Μπακαλόγατος», σκεφτότανε με πίκρα. Γι αυτό ήρθε στην Ελλάδα; Στ’ όνειρό του έβλεπε τον σκύλο του να χυμάει αρματωμένος στο καπλάνι κι ύστερα έβλεπε τον εαυτό του στρατιώτη να ορμά στους Τούρκους. Μια μέρα το αφεντικό τον έστειλε μαζί μ’ έναν πλούσιο πελάτη να του κουβαλήσει τα ψώνια στο σπίτι. Ήταν ένα αρχοντικό στην Κηφισιά μ’ έναν ονειρεμένο κήπο ολόγυρα. Ο Γιάννης ήξερε από δέντρα. Ήταν Ανοιξη και το έμπειρο μάτι του ξεχώρισε τη φυλλοξήρα στην κληματαριά της έπαυλης.

– Αφεντικό, το κλήμα θέλει θειάφισμα, δεν θα σου κάνει σταφύλια.

– Ξέρεις από αμπέλια; τον ρώτησε ο πλούσιος με έκπληξη.

– Κι από αμπέλια ξέρω κι από δέντρα κι από λουλούδια· έχουμε κτήματα στον τόπο μου, του απάντησε ο Γιάννης. Αυτό ήταν. Ο κηπουρός του πλούσιου ήταν πολύ γέρος κι ο Γιάννης έπιασε δουλειά σαν βοηθός του. Ήταν φιλότιμος και δουλευταράς και τ’ αφεντικό τον συμπάθησε. Του παραχώρησε κι ένα σπιτάκι μ’ όλες τις ανέσεις στην άκρη του κτήματος. Με το θάρρος που απόκτησε ο Γιάννης μίλησε μιά μέρα στον πλούσιο για τον καημό που τον έτρωγε.

– Τώρα που βρήκα τόσο καλό περιβολάρη σαν εσένα μωρέ Γιάννη και θες να φύγεις; Του είπε με παράπονο.

– Συχώρα με αφεντικό, δεν είμαι αχάριστος, μου στάθηκες σαν πατέρας, μα δεν ήρθα από την άλλη άκρη του κόσμου για να κάνω τον περιβολάρη. Ήρθα για να πολεμήσω. Βούρκωσε ο άλλος με το πάθος του μικρού. Είχε γνωριμίες και τα κανόνισε να γραφτεί ότι ο Γιάννης ήταν εικοσιενός.

Κι έτσι μιά μέρα, που δεν την ξέχασε όσο ζούσε, πατούσε και πάλι της Μικρασίας τα χώματα, στη Σμύρνη, στρατιώτης πυροβολητής. Πήρε μέρος σε αμέτρητες μάχες, τραυματίστηκε πολλές φορές και γύρισε στην Ελλάδα μετά την καταστροφή με το παράπονο του ηττημένου νικητή και με τον καημό ότι δεν ξανάδε ποτέ τους γονείς και τ’ αδέρφια του. Ο φίλος μου ο κυρ-Γιάννης, ο κηπουρός στο πατρικό μου σπίτι, η ζωντανή ιστορία του Μικρασιατικού Ελληνισμού, της εκστρατείας και της καταστροφής, που την μπόλιασε με τις ιστορίες του μέσα μου έτσι που να πονά πολύ κι αγιάτρευτα. Τ’ άρεσε, θυμάμαι, να πίνει καφέ και να τα λένε με τον παππού μου, του πατέρα μου τον πατέρα.

Μιλούσαν ώρες για τις θύμησές τους από τους πολέμους. Πολεμιστής της Μικρασίας ο κυρ-Γιάννης, του 12-13 ο μαστρο-Γρηγόρης. Φορές δακρύζανε κι οι δυό και συχνά το ταξίδι στο χθες τελείωνε με το παράπονο του κυρ-Γιάννη: –Εσείς τουλάχιστον νικήσατε και λευτερώσατε τ’ αδέρφια σας. Εμείς νικήσαμε σε πεντακόσιες μάχες και χάσαμε σε μιά τον πόλεμο. Ποιός να μας τό ‘λεγε; Γέρασα κι η πίκρα δεν πάει κάτω. Μ’ αυτήν θα μου βγει η ψυχή.


Το σπιτάκι κι η δουλειά του κηπουρού τονε περίμεναν στην έπαυλη της Κηφισιάς σαν γύρισε. «Κατέβαινα κάθε μέρα στον Περαία και ρωτούσα τους πρόσφυγες μήπως βρω κάποιον από τα μέρη μου. Έμαθα πως οι Τσέτες τραβήξανε πολύ κόσμο από την Καππαδοκία στα βάθη της Ανατολής. Δεν τους ξανάδα τους δικούς μου». Και σφούγγιζε τα μάτια του με την ανάστροφη της τραχειάς παλάμης του. Με την ίδια παλάμη που γράπωνε μάτσο τις τσουκνίδες και τις έτριβε για να γελάει με τη σαστισμάρα μου. «Βρήκα όμως το καλύτερο γιατρικό για τον καημό μου-χαμογελούσε πονηρά. Ψάρεψα μιάν όμορφη παστρικιά από το Γκάζι, πιτσιρίκα σαν εμένα και την σπίτωσα στο σπιτάκι τ’ αρχοντικού για ενάμισυ μήνα. Μόνο για φαί και για την ανάγκη μας σηκωνόμασταν απ’ το κρεββάτι».

-Κυρ-Γιάννη, γιατί χάσαμε; τον ρώτησα μιά μέρα. Τι τό ‘θελα; Πετάχτηκε πάνω και τα μάτια του πετούσαν σπίθες. -Δεν χάσαμε, φώναξε με οργή, μας πρόδωσαν. Δεν είχαμε καμμιά δουλειά να κυνηγάμε τον Κεμάλ στην έρημο. Μας πρόδωσαν οι βασιλικοί, όταν έπεσε ο Βενιζέλος. Με τον Λευτέρη δική μας θά ‘ταν σήμερα η Μικρασία. Κι εγώ θα είχα ξαναδεί τους γονείς και τ’ αδέρφια μου.

Τον είδα στ’ όνειρό μου ένα βράδυ. Δεν μου μίλησε. Μόνο γελούσε. Όπως γελούσε όταν του είπα όλος καμάρι ότι πέρασα περιοδεύον. –Ναι μωρέ, κάνετε κι εσείς στρατιωτικό σήμερα. Να σ’ είχα στο Εσκή Σεχήρ ν’ ανεβαίνεις όπως εγώ την πλαγιά φορτωμένος με την κάννη του πυροβόλου, τον γυλιό και το τουφέκι κι οι Τούρκοι να σου ρίχνουν από πάνω. Να σου πω εγώ πόσα απίδια βάζει ο σάκκος σου. 


Ένα φτωχικό θυμίαμα στη μνήμη σου από τον μικρό σου φίλο, κυρ-Γιάννη. Να σου πω μονάχα εκεί που βρίσκεσαι ότι ο πιστός σου σκύλος ήταν αρματωμένος και πριν τον θωρακίσετε και θα το κατάφερνε με το λεπίδι της ψυχής του το καπλάνι, έτσι κι αλλιώς. Αυτό το λεπίδι που σκουριασμένο στομώνει μέσα στην δική μας την ψυχή και πληγώνει το γερασμένο κουράγιο μας.

 


Προτεινόμενο Video

Διαφήμιση

Επισκέπτες σε σύνδεση

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 286 guests και κανένα μέλος