Ο Γρηγόρης Ρώντας βρέθηκε κοντά στο Θανάση Ζαφειρόπουλο και μαζί ξετυλίγουν το κουβάρι ενός Ελληνικού ανάλγητου κράτους που απαξιώνει τα παιδιά του... Ο Θανάσης Ζαφειρόπουλος πολέμησε στην Κύπρο το 1974. Μαζί με πολλούς άλλους στρατιώτες και αξιωματικούς μας που αντιστάθηκαν μέχρις εσχάτων στον εισβολέα, εγκαταλειμμένοι και προδομένοι από ένα ελληνικό κράτος ...

8 μήνες αιχμάλωτος των Τούρκων

33 χρόνια “αιχμάλωτος” της κρατικής αδιαφορίας


Ο Γρηγόρης Ρώντας βρέθηκε κοντά στο Θανάση Ζαφειρόπουλο και μαζί ξετυλίγουν το κουβάρι ενός Ελληνικού ανάλγητου κράτους που απαξιώνει τα παιδιά του.


Εισαγωγικό σημείωμα της “ΕΒΔΟΜΗΣ”


Μείναμε ενεοί, εμβρόντητοι, διαβάζοντας την παρακάτω αποκοκάλυψη - ξέσπασμα, παράπονο, καταγγελία - ενός Έλληνα στρατιώτη, ενός καταδρομέα που πολέμησε στην Κύπρο, για την πατρίδα, για την ιστορία της και τα ιδανικά της, για να τιμήσει τον όρκο του και το καθήκον του απέναντι στο έθνος. Ήταν απ’ αυτούς που δεν κοίταξαν την “πάρτη” τους. Ήταν απ’ αυτούς που πρόταξαν το καθήκον κι όχι το ατομικό τους συμφέρον. Ήταν και είναι ο πραγματικός πολίτης - συνειδητό στοιχείο της κοινωνίας. Και το κράτος μας τον “έφτυσε”, για ...τυπικούς λόγους! Τι λόγους, μωρέ; Οτι τον στείλατε μαζί με άλλους σε μυστική, άτυπη στρατιωτική αποστολή, χωρίς χαρτιά; Στα στρατόπεδα των Τούρκων και στις φυλακές των Αδάνων φύτρωσε ο καταδρομέας Θανάσης Ζαφειρόπουλος;

Έτσι λοιπόν, χωρίς να λάβουμε υπόψη μας την επικαιρότητα και την έκταση δημοσιεύουμε από καθήκον και ελάχιστο φόρο τιμής την “Γκουέρνικα” του ΕΛΛΗΝΑ στρατιώτη. Καλούμε κάθε ευαίσθητο Έλληνα αρμόδιο ή μη, να πράξει το καθήκον του.

Το επιτάσσει το φιλότιμό μας.


Ο Θανάσης Ζαφειρόπουλος πολέμησε στην Κύπρο το 1974. Μαζί με πολλούς άλλους στρατιώτες και αξιωματικούς μας που αντιστάθηκαν μέχρις εσχάτων στον εισβολέα, εγκαταλειμμένοι και προδομένοι από ένα ελληνικό κράτος που είχε διαταχθεί από τους Αμερικανούς να μην πολεμήσει και επί δικτατορίας και μετά την μεταπολίτευση.

Ο Θανάσης, όπως και οι άλλοι ηρωϊκοί μαχητές μας, δεν ήξερε τότε τίποτε από την υψηλή διπλωματία της χαμηλωμένης μέσης. Κι έπραξε το αυτονόητο για κάθε Έλληνα εδώ και χιλιάδες χρόνια. Υπερασπίσθηκε την πατρίδα του. Και η πατρίδα του, ή μάλλον το κράτος που την ευτελίζει, πως φέρθηκε στον Θανάση και σ’ όλους τους άλλους υπερασπιστές της τιμής μας;


Όπως θα φερόταν ο κάθε ένοχος απέναντι στις τύψεις του. Τους έσβησε από τα κιτάπια, τους καταχώνιασε στην πιό βαθειά λησμονιά, μαζί μ’ εκείνον τον επτασφράγιστο φάκελλο της Κύπρου, της πλέον επαίσχυντης κρατικής προδοσίας από συστάσεως νεοελληνικού κράτους. Αλλ’ ας αφήσουμε καλύτερα τον Θανάση Ζαφειρόπουλο να ξετυλίξει τις οδυνηρές αναμνήσεις του...


“Η ιστορία και οι αναμνήσεις μου από την Κύπρο του 1974”


Αυτά που σας γράφω, είναι όσα πέρασα τον Ιούλιο του 1974 στην Κύπρο, όσα τράβηξα 8 μήνες σαν αιχμάλωτος των Τούρκων σε μιά φυλακή στα Άδανα κι ύστερα που γύρισα και «φιλοξενήθηκα» στο ψυχιατρείο του 401 στρατιωτικού νοσοκομείου. Αυτή η ιστορία, που στοίχειωσε και στοιχειώνει τη ζωή μου, αφιερώνεται σε αυτούς που έπεσαν υπέρ πατρίδος στην Κύπρο, στους αγνοούμενους και σε αυτούς που επέζησαν και «ζουν» όπως ζουν. Αφιερώνω τούτα τα λόγια στον συμπολεμιστή μου Μιχάλη Περράκη που μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία, στον άλλο Μιχάλη τον Χασάπη, που από τις ναπάλμ έπαθε ανεπανόρθωτη βλάβη της υγείας του και σ’ έναν άλλο φίλο και συμπολεμιστή που 34 χρόνια παλεύει με τις σκιές του. Λίγοι που γνωρίζουν, με πίστεψαν και με πιστεύουν και πολλοί άλλοι που έμαθαν την αλήθεια, αδιαφόρησαν κι εξακολουθούν ν’ αδιαφορούν.

Αρχές Ιουλίου του 1974 στην 1η Μ.Α.Λ. στον Ασπρόπυργο.

Με προσωπική διαταγή του Ιωαννίδη μας καλεί το Α2 γραφείο και βάσει καταστάσεως που περιείχε τα ονόματά μας, διαταχθήκαμε να παραδώσουμε ότι στρατιωτικό έγγραφο είχαμε πάνω μας και να μην αναφέρουμε τίποτα στους δικούς μας. Μετά το πραξικόπημα και την εισβολή μας έβαλαν στα «Νοράτλας». Εμένα με έβαλε ο Δημήτρης ο Κατσαντώνης που τον συνάντησα πάλι το 1996. Το τι επακολούθησε είναι λίγο-πολύ γνωστό. Οι Κύπριοι που υπερασπίζονταν το αεροδρόμιο Λευκωσίας δεν ειδοποιήθηκαν από την Αθήνα ότι έρχεται βοήθεια κι έτσι έβαλαν εναντίον μας με τα αντιαεροπορικά πιστεύοντας ότι επρόκειτο για αεροπλάνα του εχθρού. Το πρώτο αεροπλάνο καταρρίφθηκε και σκοτώθηκαν όλοι οι καταδρομείς που επέβαιναν σε αυτό, εκτός από τον Θανάση Ζαφειρίου που εκτινάχθηκε φλεγόμενος από την ανοιχτή πόρτα του αεροπλάνου, λίγο πριν αυτό συντριβεί κι έζησε «κατά λάθος». Στο δεύτερο που βρισκόμουν κι εγώ, αν και χτυπηθήκαμε, ο πιλότος κατάφερε να το προσγειώσει με περίπου 20 νεκρούς και τραυματίες. Τα υπόλοιπα μεταγωγικά γύρισαν πίσω στην Κρήτη. Αργότερα μάθαμε ότι έπαθε εμπλοκή το δίδυμο Bofors του Κύπριου πυροβολητή και γι αυτό γλυτώσαμε, όσοι γλυτώσαμε.

Στις μάχες που ακολούθησαν στο αεροδρόμιο και στην περιοχή της Χρυσοσκαλιώτισας στη Λευκωσία, σκοτώθηκαν πολλοί δικοί μας και Τούρκοι. Κάποια στιγμή βρέθηκα περικυκλωμένος και μ’ έπιασαν αιχμάλωτο. Μ’ επήγαν σ’ ένα προσωρινό στρατόπεδο όπου είδα κι άλλους στρατιώτες μας αιχμαλώτους, Ελλαδίτες και Κύπριους καθώς και πολλούς αμάχους, άντρες και γυναικόπαιδα, ηλικιωμένους, ακόμα και παπάδες. Όλοι είμασταν απεγνωσμένοι, δεν ξέραμε τι μας περιμένει. Αργότερα μάθαμε για τις μαζικές εκτελέσεις αιχμαλώτων και αμάχων, για τους βιασμούς και άλλα πολλά. Εκεί γνώρισα και τον παπα-Γιώργη που μας παρηγορούσε όλους όταν είμασταν στα Άδανα και που πέθανε λίγα χρόνια αργότερα από τις κακουχίες της φυλακής. Ο γιός του είναι κι αυτός παπάς σήμερα στην Κύπρο κι είμαστε φίλοι.

Τι να πρωτοθυμηθώ από τους 8 μήνες αιχμαλωσίας; Τα καθημερινά βασανιστήρια, την πείνα, τα ούρα που πίναμε, την αϋπνία, τις κραυγές, τα ουρλιαχτά, τον πόνο, τα δύο στρατοδικεία που πέρασα, τις δύο εικονικές εκτελέσεις, την κατάρρευση...8 μήνες,...σχώρα με Χριστέ μου, μα εσύ σταυρώθηκες μιά φορά, εγώ κι οι άλλοι σαν εμένα σταυρωθήκαμε πολλές. Μέσα στην αντάρα της μάχης, έγιναν όλα τόσο γρήγορα, έπεσαν πάνω μου ξαφνικά και δεν πρόλαβα να γυρίσω το όπλο πάνω μου. Οι συμπολεμιστές μου που σκοτώθηκαν στη μάχη και δεν έπεσαν στα χέρια των Τούρκων, ήταν οι τυχεροί. Στην πρώτη ανταλλαγή αιχμαλώτων εγώ κι άλλοι πολλοί από τα Άδανα και από άλλες φυλακές απελευθερωθήκαμε υπό την εποπτεία του Σουηδικού Ερυθρού Σταυρού. Μέσω Σμύρνης μεταφέρθηκα με νοσοκομειακό πλοίο στον Πειραιά. Ζύγιζα 40 κιλά. Έμεινα ένα χρόνο στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο. Τους τέσσερεις μήνες τους πέρασα στο ψυχιατρείο, στο υπόγειο για όσους ξέρουν. Ήρθε κι ο Μακάριος εκεί να μας δεί και μας έδωσε τις ευχές του. Όταν πήρα εξιτήριο μου έδωσαν και 500 δραχμές! Κι από κει και πέρα κανένα ενδιαφέρον από το κράτος, τουλάχιστον για όσους από εμάς δεν μας επέτρεπε να βρούμε μιά δουλειά η σακατεμένη υγεία μας.

Καμμία αναγνώριση, ούτε για το αίμα που χύσαμε για την πατρίδα, ούτε για το ότι εγώ προσωπικά «παραθέρισα» 8 μήνες σε τούρκικη φυλακή. Όλα αυτά κι άλλα πολλά φρόντισαν οι τότε κι οι μετέπειτα κυβερνώντες μας να τα διαγράψουν, να τα εξαφανίσουν, γιατί φοβούνται μήπως ξεσπάσει κάποτε κανένα τσουνάμι αποκαλύψεων για την τότε και την ως σήμερα προδοσία στο Κυπριακό και τους πνίξει. Ευτυχώς που υπάρχουν κάποιοι Έλληνες και μας αναγνωρίζουν. Κάποιοι πατριώτες δημοσιογράφοι, ελάχιστοι έντιμοι πολιτικοί και πολλοί απλοί πολίτες, νά ‘ναι καλά όλοι τους. Απ’ όσα έχω πληροφορηθεί έχουμε απομείνει 80 πάνω-κάτω οι πολεμιστές του 1974 που φυτοζωούμε, χωρίς δουλειά, χωρίς σύνταξη, άλλοι με καρκίνους από τις ναπάλμ, άλλοι να μπαινοβγαίνουν στα ψυχιατρεία κι άλλοι με διάφορα σουβενίρ από τότε. Έχει δίκιο το κράτος μας. Είμαστε πολλοί, ποιόν να πρωτοκοιτάξει. Κι έτσι για λόγους ισονομίας προτίμησε να μην βοηθήσει κανέναν μας.

Τον Ιούλιο του 2007 με πρωτοβουλία του τότε υφυπουργού Εθνικής Άμυνας, Γιάννη Λαμπρόπουλου, τιμήθηκαν στην Σχολή Ευελπίδων με μετάλλια και διπλώματα όσοι πολέμησαν επίσημα στην Κύπρο. Τους δόθηκε και το δικαίωμα δωρεάν περίθαλψης στα στρατιωτικά νοσοκομεία. Εγώ και άλλοι σαν εμένα, παρόντες στη Μάχη της Κύπρου, αλλά απόντες από τα επίσημα κιτάπια, είμαστε οι μύγες οι πεταμένες έξω απ’ το προζύμι. Δεν υπήρξαμε, δεν πολεμήσαμε, δεν ματώσαμε...«επισήμως». «Κατανοώ  το πρόβλημά σου, αλλά δεν μπορώ να κάνω απολύτως τίποτε για την περίπτωσή σου, είναι τα χέρια μου δεμένα», μου είπε πριν από χρόνια ένας υπουργός Εθνικής Άμυνας όταν τον είχα επισκεφθεί στο γραφείο του. Κι ύστερα έλυσε ένα από τα «δεμένα» του τα χέρια, τό ‘βαλε στην τσέπη του και μου έδωσε 5.000 δραχμές. Τον κοίταξα γιά μιά στιγμή, μ’ ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, στα δόντια έφτασε να του πω ότι δεν του ζήτησα ελεημοσύνη, αλλά δικαίωση κι αναγνώριση από την πολιτεία... αλλά στο σπίτι περίμεναν τέσσερα στόματα, δουλειά δεν είχα κι έτσι το πήρα το πεντοχίλιαρο. Όσοι έχουν παιδιά κι έτυχε να γυρίσουν σπίτι με άδεια χέρια, θα με νοιώσουν.

Δεν ζητώ ούτε παράσημα ούτε ευφήμους μνείες. Δεν θα μου γιάτρευαν όσα πέρασα στα Άδανα, στο ψυχιατρείο του 401, στα πέτρινα χρόνια μιάς ζωής που το ρολόϊ της σταμάτησε τον Ιούλιο του 1974, όταν τσακίστηκαν όλα τα όνειρα που είχα σαν νέος. Άλλωστε τα παράσημα δεν μπαίνουν στην κατσαρόλα. Θέλω Δικαίωση. Θέλω το έμπρακτο ενδιαφέρον της πατρίδας για την τιμή της οποίας πολέμησα, θέλω μιά σύνταξη, ας είναι και της πείνας για να μην περιμένω την ελεημοσύνη για να ζήσω την οικογένειά μου, θέλω που να πάρει η ευχή την έμπρακτη αναγνώριση από την πατρίδα μου, όπως την έχει κι ο Τούρκος στρατιώτης από την δική του. Γιατί γύρισα σακατεμένος ψυχή τε και σώματι στην Ελλάδα και δεν μπόρεσα ποτέ μου να σταθώ σε μιά δουλειά, όσο κι αν το προσπάθησα και μάρτυς μου ο Θεός πόσο το προσπάθησα. Δεν μπόρεσα ούτε να ολοκληρώσω τις σπουδές μου στην Φιλοσοφική, που τις είχα διακόψει λίγους μήνες πριν τον πόλεμο, για να τρέξω πίσω από το άλλο όνειρό μου, να υπηρετήσω στους καταδρομείς.

Κι αυτά που γράφω, τα γράφω για να μάθουν οι νέοι άνθρωποι την Αλήθεια, να μάθουν οι νέοι άνθρωποι την Προδοσία που έγινε στην Κύπρο το 1974. Να μάθουν οι νέοι μας σήμερα για τους συνομηλίκους τους του 1974 που με ενθουσιασμό σήκωσαν τά όπλα για να υπερασπισθούν την Κύπρο μας και προδόθηκαν από ηγέτες ανάξιους να ηγούνται Ελλήνων. Χουντικοί στον «Αττίλα 1», δημοκρατικοί στον «Αττίλα 2», επαλήθευσαν και οι μεν και οι δε την μικρασιατική παροιμία «μαύρος σκύλος, άσπρος σκύλος, όλοι οι σκύλοι μιά γενιά». Να μάθουν τα νειάτα μας του σήμερα για τα ελληνικά νειάτα του τότε, που πολέμησαν και θυσιάστηκαν εγκαταλειμμένοι από ένα κράτος που πουλάει την πατρίδα μας φτηνά, μα τόσο φτηνά! Κι αν μπορούν κάθε Ιούλιο ας αφήνουν ένα δάκρυ τους να τρέξει για τα παλληκάρια που στάθηκαν όρθια, πάνω από τους προσκυνημένους κυβερνήτες μας και βροντοφώναξαν το πανάρχαιο, ελληνικό ΟΧΙ, ποτίζοντας με το αίμα τους τη μαρτυρική Κύπρο.

34 χρόνια μετά κι οι εφιάλτες δεν μ’ άφησαν μόνο μου να κοιμηθώ ένα βράδυ. Και το πρωί σκαντζάρουν με τους εφιάλτες της πρωϊνής βάρδιας. Που και πως, δηλαδή, να βρώ τον επιούσιο γιά τρία παιδιά, ένα κορίτσι και δύο αγόρια, που πληρώνουνε κι αυτά τις δικές μου αρρώστειες, είναι κι αυτά άρρωστα, ανίατα, γιατί κανείς δεν είπε τότε στον πατέρα τους πως άμα έχεις εισπνεύσει αέρια από ναπάλμ δεν πρέπει να κάνεις παιδιά. Έρχονται συχνά εκείνες οι μέρες που δεν έχω να φέρω στο σπίτι μου ούτε μιά φραντζόλα ψωμί. Τι να πρωτομπαλώσω με 240 ευρώ τον μήνα από την Πρόνοια; Κι έτσι συχνά μας κόβουνε το ρεύμα και το νερό και κάθε τρεις και λίγο βγαίνουμε στον δρόμο γιατί δεν έχουμε να πληρώσουμε το νοίκι. Ούτε και θυμάμαι πιά πόσες φορές μετακομίσαμε. Δόξα τω Θεώ, όμως που είμαι ακόμα ορθός, που περπατώ κι ανασαίνω και που όταν βολεύει ανοίγω ένα βιβλίο και δραπετεύω. Άλλοι συμπολεμιστές μου «ζουν» σε πολύ χειρότερη μοίρα από μένα.


Σ’ ευχαριστώ παπα-Γιώργη που μου στάθηκες σαν μάνα και πατέρας εκείνους τους 8 μήνες στην τούρκικη φυλακή. Και σε μένα και στ’ άλλα τα παιδιά σου. Αν  ανταμώσουμε ξανά στον άλλο κόσμο θα σκύψω ν’ ασπαστώ και πάλι το τιμημένο ράσο σου. Ευχαριστώ από βάθους καρδιάς τους Κύπριους πατριώτες του Συνδέσμου Εφέδρων Καταδρομέων Λεμεσού, που ανέλαβαν να βοηθήσουν κι εμένα κι άλλους παραπεταμένους πολεμιστές του 1974 και του 1964-67. Ευχαριστώ ακόμα τους αδελφούς μου Διονύση Πατεράκη και Γρηγόρη Ρώντα που είπαν την αλήθεια για μένα και για τους άλλους συμπολεμιστές μου. Και τους παρακαλώ να μην πάψουν ποτέ να μιλούν για το τι έγινε τότε στην Κύπρο. Όπως δεν παύει ποτέ να μιλά για την προδοσία στην Κύπρο και για μας ο μαχητικός δημοσιογράφος Κώστας Χαρδαβέλλας, που αγωνίζεται με ανυποχώρητη επιμονή να μας ανασύρει από την αφάνεια και που ένα ευχαριστώ γι αυτόν τον Έλληνα είναι λίγο, πολύ λίγο. Και τέλος ευχαριστώ θερμά την εφημερίδα «Εβδόμη» της Ανατ. Αττικής, που μου έκανε την τιμή να δημοσιεύσει την ιστορία μου».                

Θανάσης  Ζαφειρόπουλος


––––––––––––––

Σημείωση 7ης: Δική μας τιμή είναι να δημοσιεύσουμε την ιστορία σου, Κύριε Ζαφειρόπουλε, ιστάμενοι ενώπιόν σου σε στάση προσοχής.


Άρθρα & Στήλες

Τέχνες & Αθλητισμός

Videos