Προτρέπω συχνά νέους ανθρώπους να μας ξεπεράσουν, αλλά τους τονίζω ότι γιά να ξεφύγουν από τον λάκκο με τα φίδια που τους ρίξαμε, πρέπει πρώτα να ψάξουν πίσω και να βρουν όλα εκείνα που μας έπεσαν, ή που πετάξαμε, γιατί αφόρητα εβάρυναν την ελαφρότητά μας.

Επιστροφή στο Αρχέγονο. Σε αυτά που δεν κατάφεραν να σβύσουν οι χιλιετίες, ούτε οι διωγμοί και οι δουλείες, αλλά πανεύκολα μας τά ‘κλεψαν και τά ‘θαψαν οι τράπεζες, η τηλεόραση, οι υπολογιστές και τα «έξυπνα κινητά» γιά αποβλακωμένους ανθρώπους.

Πίσω στο χθες, σε κάθε «δεν βαριέσαι», σε κάθε μπιχλιμπίδι που μας πλάνεψε, σε κάθε λούσο τής πόρνης Βαβυλώνας εποχής μας, όπου περιχαρείς και αποχαυνωμένοι θάψαμε τις ξιφήρεις αξίες που θα μπορούσαν να μας προστατέψουν. Πόσοι οπλίσαμε και θωρακίσαμε τις ψυχές των παιδιών μας; Ελάχιστοι.

Σαν ένα πρόσωπο άγνωστο, μα τόσο οικείο, ένα τοπίο σε μιά του τρένου διαδρομή, έτσι φευγαλέα να γράφει μέσα μας, αλλά να γράφει βαθειά και να μας έχει μετά, χρόνια και χρόνια ν’ αναρωτιόμαστε, γιατί δεν σβύνει; γιατί δεν λησμονιέται; γιατί απροσδιόριστα κεντρώνει ώρες-ώρες και πονά;

Καυτό πρωϊνό τού Ιούλη στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, πριν πολλά χρόνια. Μιά φίλη, νεοπροσληφθείσα ξεναγός, ζήτησε την βοήθειά μου γιά ν’ αντιμετωπίσει δύο πούλμαν με Αμερικανούς τουρίστες, κι ήταν το άγχος της ακόμα πιό πνιγηρό, όταν έμαθε πως ανάμεσά τους θα ξεναγούσε και φοιτητές τής αρχαίας ελληνικής γλώσσας και ιστορίας.

«Δεν θα μπορέσω, συγνώμη, πνίγομαι στη δουλειά», της είπα, αλλά ήταν προετοιμασμένη γι’ αυτήν την άρνηση. «Καλά, αφού δεν μπορείς, μην στενοχωριέσαι, εγώ στο είπα επειδή τέσσερεις από τους φοιτητές είναι Σιού, γνήσιοι». Αυτό είναι που λέμε «επέσατε θύματα αδέρφια εσείς, σε άνιση πάλη κι αγώνα». Την άτιμη! Ήξερε ακριβώς ποιό κουμπί να μου πατήσει. Ήξερε, τής είχα πει πόσο θα ήθελα να γνωρίσω γνήσιους, αυτόχθονες Αμερικανούς και να μιλήσω μαζί τους.

Έχω την τύχη να έχω ακόμα τον πατέρα μου, που όταν σ’ ένα θερινό κινηματογράφο, έξη χρόνων ήμουν, με είδε να ενθουσιάζομαι που οι «καλοί» λευκοί κατατρόπωναν τους «κακούς» ερυθρόδερμους, την άλλη μέρα μού μίλησε και μου είπε την αλήθεια. Κι έτσι άρχισα να «το ψάχνω» από τότε κι όταν αργότερα οι συνομήλικοί μου έφηβοι εκστασιάζονταν με τα «κατορθώματα» της γλυκανάλατης φάτσας του Τζον Γουέιν, είχα ήδη μελετήσει στοιχειωδώς την αληθινή ιστορία των ωραίων ανθρώπων που αποκαλούμε «Ινδιάνους», γνώριζα ποιά ήταν η μεγαλύτερη γενοκτονία στην παγκόσμια Ιστορία κι είχα αρχίσει να διαβάζω ποίηση των Τσερόκι, των Ιροκουά, των Κβακιούτλ, των Ναβάχο, των Σιού, των Αράπαχο, των Τσεγιέν και τόσων άλλων φυλών.

Ναι, έγραφαν ποίηση, ναι κάποιες φυλές είχαν γραπτό λόγο, μέχρι και σύνταγμα, ναι ήταν πολεμιστές και ποιητές και μεγάλα παιδιά που αγαπούσαν την Φύση και τον Δημιουργό κάθε όντος, τον Έναν Θεό, που τον πίστευαν πολύ πριν μιλήσουν γιά Εκείνον ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Ευκλείδης και ο Αριστοτέλης, και τον λάτρευαν, πολύ πριν έρθει στη γη ο Χριστός.

indianos-rontasΈνας ερυθρόδερμος πολεμιστής και ποιητής έγραψε γιά πολλούς, συγχρόνους και μεταγενέστερούς του ανθρώπους, κάτι που το ένοιωσα πολύ οικείο και το έχω ως τα τώρα φυλαχτό και οδηγό: «Αλήθεια! Ο ουρανός καθαρίζει όταν το τύμπανο με φωνάζει».

Πήγα σ’ εκείνη την ξενάγηση στον Ιερό Βράχο, κι εκεί γνώρισα τέσσερεις νέους τής φυλής των Λακότα Σιού, δύο άντρες και δύο …«σκουό» (γυναίκες). Συγκινήθηκαν, όταν μετά τις πρώτες συστάσεις, τούς απήγγειλα –στην αγγλική, δυστυχώς- ένα ποίημα του θρυλικού πολεμιστή και ποιητή αρχηγού τους, «Καθιστού Βούβαλου»:

Όμορφο πουλί! Με είδες και με σπλαχνίστηκες.

Μου ευχήθηκες να ζήσω μέσ’ στους ανθρώπους.

Ω, πουλί-άνθρωπε! Από τη μέρα τούτη

μέσ’ στους δικούς μου θά ‘σαι.

 
Επιστροφή στο Αρχέγονο, στις αρχέγονες αξίες, έτσι όπως έγραψα πρόσφατα γιά έναν αφάνταστα ωραίο και ξεχωριστό άνθρωπο, που νομίζει ότι είναι …«συνηθισμένος»: Το πιό μακρινό ταξίδι είναι μέσα μας. Μακριά πολύ, στη γη των κλεμμένων ονείρων.

Το ίδιο βράδυ τής ξενάγησης στην Ακρόπολη, τα δύο «χλωμά πρόσωπα», η «ραδιούργα» ξεναγός κι εγώ, κάναμε το τραπέζι στα τέσσερα συνομήλικά μας παιδιά των Σιού, στην «Συνοικία των Θεών», στην Πλάκα. Η συζήτηση μαζί τους με ταξίδεψε πολύ πίσω, σε λόγους άρρητους κι αθάνατους.

Πόση πίκρα, να βλέπω σήμερα το πως «τιμούμε» εμείς τους προγόνους μας -κι ότι ωραιότερο κρύβει ο καθένας μας μέσα του- και να θυμάμαι εκείνα τα παιδιά των Σιού, να θυμάμαι την Σένα (Shenandoah) να απαγγέλλει απταίστως Αριστοτέλη, «φτιαγμένη» λιγουλάκι από το γλυκόπιοτο “chateau Carras” («Έλληνα, τώρα θα σου ανταποδώσω την τιμή που πρόσφερες το πρωί στους προγόνους μου»):

Αρετά πολύμοχθε γένει βροτοίω,

θήραμα κάλλιστον βίω,

σας πέρι παρθένε μορφάς

και θανείν ζηλωτός εν Ελλάδι πότμος

και πόνους τλήναι

μαλερούς τε ακάμαντας.

Άραγε να την άκουγε από κάπου ο μεγάλος Σταγειρίτης;

Να θυμάμαι στα μικράτα μου τις χαζοβιόλικες ταινίες προπαγάνδας της «Μέτρο Γκόλντουιν Μάγιερ», όπου η λετσαρία του Τζον Γουέϊν και του λοιπού συρφετού κατατρόπωνε τους «κακούς» Ινδιάνους. Κι από την άλλη να θυμάμαι ότι κάπου έχω φυλαγμένα τα λόγια που έγραψε για τα ερυθρόδερμα, ωραία παιδιά του Θεού, ένας λευκός, ο Τζ. Κάτλιν, που έζησε πολλά χρόνια κοντά τους, τα αγάπησε, κι έχοντας το διπλό χάρισμα να είναι ζωγράφος και συγγραφέας, μας έδωσε αυθεντικές εικόνες από τη ζωή του μαζί τους:

«Αγαπώ τον λαό που πάντοτε με καλωσόρισε και με φιλοξένησε με ότι καλύτερο μπορούσε.

Αγαπώ έναν λαό που είναι έντιμος χωρίς νόμους, που δεν έχει φυλακές και φτωχοκομεία.

Αγαπώ έναν λαό που υπακούει στις ανώτατες εντολές του Θεού, χωρίς να τις έχει ποτέ διαβάσει, ή ακούσει από τον ιεροκήρυκα.

Αγαπώ έναν λαό που ποτέ δεν ορκίζεται, ποτέ δεν παίρνει στο στόμα του το όνομα του Θεού, χωρίς λόγο.

Αγαπώ έναν λαό που αγαπά τον πλησίον του ως εαυτόν.

Αγαπώ έναν λαό που λατρεύει τον Θεό χωρίς την Βίβλο, γιατί πιστεύει πως ο Θεός τον αγαπά.

Αγαπώ τον λαό που είναι ανεξίθρησκος και απαλλαγμένος από θρησκευτικά μίση.

Αγαπώ έναν λαό που ποτέ δεν σήκωσε χέρι πάνω μου, που ποτέ δεν έκλεψε την περιουσία μου, μ’ όλο που δεν υπήρχαν νόμοι να τιμωρήσουν ούτε για το ένα, ούτε για το άλλο.

Αγαπώ τον λαό που ποτέ δεν πολέμησε λευκούς, παρά μόνο σαν πάτησαν την γη του.

Αγαπώ και δεν φοβάμαι τους ανθρώπους, που ο Θεός τους έπλασε και τους άφησε να μείνουν παιδιά.

Αγαπώ έναν λαό που ζει και κρατάει ότι είναι δικό του, χωρίς κλειδιά κι αμπάρες.

Αγαπώ όλους τους λαούς που κάνουν ότι μπορούν καλύτερο. Και ώ, πόσο αγαπώ έναν λαό, που δεν ζει για την αγάπη των χρημάτων».



Προτεινόμενο Video

Διαφήμιση

Επισκέπτες σε σύνδεση

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 133 guests και κανένα μέλος