«Και είπεν αυτοίς ο Ιησούς…. Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς γενέσθαι αλιείς ανθρώπων…. πεπλήρωκεν ο καιρός και ήγγικεν η βασιλεία του Θεού. μετανοείτε και πιστεύετε εν τω ευαγγελίω».                                                 (Μαρκ. α΄15)

Για το ευαγγέλιο του Μάρκου έχω ξαναγράψει στο παρελθόν σε αυτή την εφημεριδα, λόγω όμως αυτών των ημερών, αλλά και της σημαντικότητας του περιεχομένου του, σήμερα θα επανέλθω. Τα ευαγγέλια των Μάρκου, Ματθαίου και Λουκά χαρακτηρίζονται σαν Συνοπτικά, γιατί όλα μαζί συνοψίζουν αφηγηματικά, κατά τον ίδιο σχετικό τρόπο τη ζωή του Χριστού. Το ευαγγέλιο του Ιωάννη, του οποίου η γραφή υπήρξε χρονικά και η τελευταία στη σειρά, ενώ και αυτή συμπληρώνει το βίο του Ιησού, ανοίγεται συνάμα πέραν από τη δράση του στη Γαλιλαία, εστιάζεται δε στο θεολογικό στοχασμό, στα θαύματα ως και στη διδασκαλία. Το ευαγγέλιο του Μάρκου πάντως έχει το χαρακτηριστικό, ότι αυτό υπήρξε το πρότυπο από το οποίο αντλήθηκαν οι βασικές πληροφορίες, για τη συγγραφή των ευαγγελίων του Ματθαίου και του Λουκά. Εν ολίγοις αυτά θα πρέπει να θεωρούνται   αντίγραφα σε ανάπτυξη του προτύπου.

Ο Επίσκοπος Ευσέβιος μας λέγει, ότι ο Μάρκος ήταν σε ηλικία ο μεγαλύτερος από τους άλλους τρείς, και θεωρείται ότι έγραψε το αρχαιότερο ευαγγέλιο. Έγραψε δε όσα και μοναχά αυτά, τα οποία του είχε αφηγηθεί ο Πέτρος: «και τουθ΄, ο πρεσβύτερος Μάρκος ερμηνευτής, Πέτρου γενόμενος …..».

Ο Μάρκος καταγόταν από οικογένεια εύπορη και γι΄αυτό είχε ευτυχήσει να λάβει ανάλογη μόρφωση. Στα πρώτα του χρόνια άκουγε στο όνομα Ιωάννης, αργότερα δε προσήρτησε κατά τη ρωμαϊκή συνήθεια και το Μάρκος, και   έκτοτε   έμεινε   γνωστός. Ως «Ιωάννης ο επικληθείς Μάρκος» μάλιστα τούτο   σχετικά επιβεβαιώνεται στις Πράξεις των Αποστόλων (ΙΒ 2-280): «Και ο Πέτρος….. συνιδών ήλθεν επί την οικίαν Μαρίας της μητρός Ιωάννου, του επικαλουμένου Μάρκου.»  

Ο Μάρκος ακολούθησε αρχικά τον Βαρνάβα και τον Παύλο και αργότερα τον Πέτρο στις περιοδείες του. Μετά δε το θάνατο τού Πέτρου, συνέχισε το αποστολικό έργο στην Αλεξάνδρεια, όπου και βρήκε διωκόμενος μαρτυρικό θάνατο.    

Από τον επίσκοπο Ευσέβιο, πάλι ενημερωνόμαστε ότι: «όσα ο Μάρκος ο ερμηνευτής Πέτρου γενόμενος εμνημόνευσε, όσα έγραψε, ούτε γάρ ήκουσεν, ούτε παρηκολούθησεν αυτώ, ….του μηδέν ών ήκουσεν παραλίπειν, ή ψεύδεσθαι τι εν αυτοίς». Δηλαδή ο Μάρκος, δεν είδε από κοντά τα έργο του Χριστού και δεν άκουσε τίποτα σχετικό απ΄ευθείας από Αυτόν, αλλά μόνο περιορίστηκε στο να ερμηνεύσει αυτά, που του είχε πεί ο Πέτρος, χωρίς όμως να παραλείψει τίποτα.

Το ευαγγέλιο λοιπόν του Μάρκου έχει σαν πηγή μόνο   αφηγήσεις και διασταυρώσεις. Εγράφη μάλιστα χωρίς οργανωμένη τάξη και χρονολογική σειρά. Και το τελευταίο αυτό αρνητικό στοιχείο καταφαίνεται από τα πολλά που επαναλαμβάνει όπως: ‘’Μετά ταύτα’’, ‘’Και ευθύς’’, ‘’Και έρχεται’’, ‘’Και λέγει αυτοίς’”, Και εν εκείναις ταις ημέραις’’ κ.λ.π. Δηλαδή το έργο του Ιησού, στην αφηγηματική αναφορά του, περιγράφεται ατάκτως και όχι σε χρονική συνέχεια με τα προηγούμενα των γεγονότων.

Το ευαγγέλιό του Μάρκου, αρχίζει με την βάπτιση του Ιησού από τον Ιωάννη και αμέσως εξελίσσεται στο έργο του Χριστού στη Γαλιλαία. Δεν μιλά καθόλου για κάποιο κοινωνικό κίνημα, αλλά έρχεται γρήγορα στο κηρυκτικό έργο του Ιησού, προχωρεί στις θαυματουργικές πράξεις, χωρίς πάλι η γραφή να ρέει οργανωμένη και κανονική. Δεν μας λέγει τίποτα για την προηγούμενη ζωή του Χριστού, αλλά και δεν διεκδικεί την πλήρη βιογραφία του.

Ξαφνικά διακόπτει την αναφορά στη δράση του Ιησού στη Γαλιλαία, ακριβώς μάλιστα τη στιγμή της κορύφωσης της και μας παρουσιάζει τον Χριστό να ανεβαίνει στα Ιεροσόλυμα.

Η σύνδεση της γραφής του μέχρις εδώ είναι χαλαρή, αλλά τα γεγονότα, παρά την προφορική τους παράδοση, παρουσιάζονται έκτοτε να συνεχίζονται κανονικά σε ομαλή διαδοχή, σφιχτοδεμένα σε διατύπωση, ύφος και σαφήνεια.

Να σημειωθεί δε ότι το ευαγγέλιό του αρχικά προοριζόταν αποκλειστικά, κάτι ως εγχειρίδιο και μοναχά για την κατήχηση των εξ εθνικών χριστιανών*. Το τελευταίο καταφαίνεται από το ότι, στη χρησιμοποίηση της μετάφρασης των ‘’Εβδομήκοντα’’, δηλαδή της Παλαιάς Διαθήκης από τους τα 70 ραβίνους επιφανείς ελληνιστές ιεροδιδασκάλους, εδίδοντο περαιτέρω ερμηνείες και διευκρινήσεις των αραμαϊκών όρων, και εθίμων των ιουδαϊκών παραδόσεων, στη ελληνική. Στα δέκα πρώτα κεφάλαια του ευαγγελίου περιγράφεται, μετά από μια σύντομη εισαγωγή, το έργο του Χριστού στη Γαλιλαία, τα δε γεγονότα του Πάθους και της Αναστάσεως, καλύπτουν το 1/3   της όλης έκτασης η οποία αναφέρεται στην τελευταία εβδομάδα του μαρτυρίου.

Ο Μάρκος στο ευαγγέλιό του, υπενθυμίζει συνεχώς την επιθυμία του Χριστού να αποκρύπτει την κοινοποίηση των θαυμάτων τα οποία είχε κάνει: «και διεστείλατο αυτοίς πολλά ίνα μηδείς γνώ τούτο». (ε- 43). Προσέτι δε ότι ο Ιησούς ακόμα και την μεσσιανική ιδιότητά του απέκρυπτε. Κατά δε τη στιγμή της ‘’εν δόξη Μεταμόρφωσής Του’’ είχε επαναλάβει την σχετική εντολή της απόκρυψης.

Ο Μάρκος ίσως και εξ αυτού σεβόμενος, απλά παντού Τον ονομάζει σαν “υιό του ανθρώπου”, αλλά αφήνει τεχνηέντως να εννοηθεί, ότι Αυτός είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας, προσπαθώντας πάντοτε να υποταχθεί στην εντολή της μυστικότητας: «καταβαινόντων δε αυτών από του όρους διεστείλατο αυτοίς, ίνα μηδενί διηγήσωνται ά είδον, εί όταν   ο υιός του ανθρώπου εκ νεκρών αναστή» (θ, - 9).

Ο Μάρκος όμως, τουλάχιστον από τα γραπτά του, φαίνεται να   διατηρεί τα δικά του ερωτηματικά και να διολισθαίνει στις κατ΄ αυτόν εύλογες απορίες. Και πιο συγκεκριμένα, αφού ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας και όντως ο υιός του Θεού, γιατί διάλεξε αυτό το οδυνηρό και επαίσχυντο τέλος του βίου του; Σε μια ιστορική αναζήτηση, καταλογίζει στους εκπροσώπους των Ιουδαίων την ευθύνη του θανάτου του, ενώ τον Ιησού τολμά και δεν τον απαλλάσσει στο ότι, ενώ ήταν ο Μεσσίας δέχτηκε τον επαίσχυντο εξευτελισμό του. Στον δε Ιουδαϊκό λαό αποδίδει, ότι δεν μπόρεσε να προσεγγίσει το αλληγορικό νόημα των παραβολών του.

Και επανέρχεται με την απορία, ότι αφού ήταν όντως ο Μεσσίας, προς τι τελικά αυτή η μυστικότητα;

Συμπερασματικά και εν κατακλείδι, το ευαγγέλιο του Μάρκου καταγράφεται σαν χαρμόσυνο άγγελμα, σαν όντως ευαγγέλιο και όχι σαν μια ολοκληρωμένη βιογραφία του Ιησού με ιστορικές απαιτήσεις.

Ο εκλιπών πανεπιστημιακός καθηγητής της θεολογίας Σάββας Αγουρίδης, κατά τη δική του ερμηνεία σχετικά προβάλει το παρακάτω αιτιολογικό. «Ίσως επειδή ο κόσμος εκείνης της εποχής είχε σαφή γνώση για τα πρόσωπα, όπως του Ιωάννη Βαπτιστή, Ηρώδη, Πιλάτου, οπότε η περαιτέρω διεξοδικότερη αναφορά σε αυτά όπως και σε άλλα, να θεωρήθηκε, αν όχι υπερβολική, τουλάχιστον όμως περιττή».

Το θέμα όμως σε ευρύτερη συζήτηση, προσκόπτει στην οικονομία του χώρου τούτου, αλλά και των ιδικών μου γνώσεων, τουλάχιστον αυτών που μπόρεσα να αντλήσω από τις αναφερόμενες πηγές.

γιάννης κορναράκης του μάνθου


Σημ.: * O προσηλυτισμός στο χριστιανισμό αποτεινόταν κυρίως στους Ιουδαίους μονοθεϊστές, αλλά και στους μη Ιουδαίους, στους οποίους υπάγονταν οι λεγόμενοι Εθνικοί ή ειδωλολάτρες και κατ΄επέκταση γενικότερη ως πολυθεϊστές και οι ΄Ελληνες. Αυτοί οι τελευταίοι μετά τον προσηλυτισμό τους εκαλούντο ως εξ Εθνικών χριστιανοί.

Βοηθήματα

1) Π. Τρεμπέλα: ‘’Ο Ιησούς στη Ναζαρέτ’’

2) Σ. Αγουρίδη: ‘’Δοκίμια στις ρίζες του Χριστιανισμού ’, Εκδ. Έννοια

3) ‘’Ιερά Γραφή”, Εκδ. Ζωή

4) ‘’Η Ιστορικότητα του Ιησού’’, Ιστορικά’’, Ελευθεροτυπίας

5) ‘’Η Καινή Διαθήκη’’, Εκδ. Σωτήρα

6) Γ. Κορδάτου: ‘’Αρχαίες θρησκείες και Χριστιανισμός’’, Εκδ. Μπουκουμάνη

7) Ερ. Φρομ: “Το Δόγμα του Χριστού”, Εκδ. Μπουκουμάνη      

Προτεινόμενο Video

Διαφήμιση

Επισκέπτες σε σύνδεση

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 99 guests και κανένα μέλος