Η ύπαρξη προφανούς δυσαρμονίας βρίσκεται σε πρόδηλη ένταση με την δημοκρατική αρχή.

 

Εισαγωγή από τον Κώστα Βενετσάνο

ΜετοθέματηςεκλογήςΠροέδρουτηςΔημοκρατίας (Π.τ.Δ.) έχω ασχοληθεί επανειλημμένα και θ’ ασχοληθούμε μέχρις αποτροπής της από την παρούσα Βουλή. Αναφέρομαι ιδιαίτερα στο άρθρο μου «Αυτή η Βουλή ΔΕΝ ΔΙΚΑΙΟΥΤΑΙ ΝΑ ΕΚΛΕΞΕΙ ΠΡΟΕΔΡΟ”, (20/9/2014). «Δεν δικαιούται, δεν νομιμοποιείται πολιτικώς, ηθικώς και συνταγματικώς”.

Με τις ευρώ-εκλογές της 25ης Μαΐου τ.έ. κατεδείχθη περίτρανα και πλέον επίσημα, η δυσφορία του Λαού έναντι των κυβερνητικών και υποστηρικτικών κομμάτων. “Το λαϊκό αίσθημα βρίσκεται σε καταφανή δυσαρμονία - αναντιστοιχία, προς τη σύνθεση της παρούσας Βουλής”.

 

Απ’ τον επιστημονικό Ομιλο “Αριστόβουλος Μάνεσης”, λάβαμε με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (mail) την 20ή Οκτωβρίου την τοποθέτηση - ανάλυση του καθηγητή του Συντ. Δικαίου ΔΠΘ και Ευρωβουλευτή ήδη, Γιώργου Κατρούγκαλου, που είχε διατυπωθεί στο ΙΑ’ Επιστημ. Συμπόσιο, στη Σύρο, τον Σεπτέμβριο του 2009. Δηλαδή σε ανύποπτο για σήμερα χρόνο, υποστηρικτική των θέσεων, τότε, του ΠΑΣΟΚ, που απαιτούσε εκλογές πριν την εκλογή Π.τ.Δ.

Θεωρώ τιμή μου να παραχωρήσω τη στήλη μου στην αποσπασματική δημοσίευση - λόγω όγκου και εξειδικευμένου περιεχομένου, της επιστημονικής έκθεσης του Γ. Κατρούγκαλου.

 

Από το καθαρώς επιστημονικό, μέρος της έκθεσης, επιλέγω ως χρήσιμο για τον αναγνώστη, το εξής απόσπασμα:

«Τα όρια του συνταγματικά ορθού ορίζονται, κυρίως, από τις εξής παραμέτρους:

• Το γράμμα της διατύπωσης της συνταγματικής διάταξης,

• Τη συστηματική ενότητα του Συντάγματος και την πρακτική εναρμόνιση της με άλλες ανάλογες ρυθμίσεις. Σε τελευταία ανάλυση, πάντως, καθοριστικότερη παράμετρος παραμένει

• Η Δημοκρατική αρχή, προεχόντως ως αρχή της λαϊκής κυριαρχίας».                      

...Η συνταγματική πρακτική της τελευταίας εικοσαετίας αποτύπωσε δύο τύπους πολιτικής συμπεριφοράς: Όταν τα κόμματα θεωρούν ότι η Βουλή βρίσκεται σε δυσαρμονία με τους τρέχοντες πολιτικούς συσχετισμούς στο εκλογικό σώμα προκαλούν εκλογές.

...Όταν, αντιθέτως, προβλέπουν ότι η κυβέρνηση που έχει την εξουσία κατά πάσα πιθανότητα θα επανεκλεγεί, συγκατατίθενται στην εκλογή ενός πολιτικού που προέρχεται από το αντίθετο πολιτικό στρατόπεδο. (K. Στεφανόπουλος - Κάρολος Παπούλιας).

Παρά τις προσδοκίες του συντακτικού νομοθέτη, η συναίνεση που διαμορφώνεται στην δεύτερη περίπτωση, ακόμη και όταν εγγίζει την σχεδόν παμψηφία, όπως στην εκλογή Παπούλια (282 ψήφοι!), δεν οδηγεί στην ανάδειξη ισχυρών Προέδρων. Και τούτο γιατί, όχι η «πονηρία της συνταγματικής ιστορίας» αλλά η πονηριά των Ελλήνων πολιτικών, οδηγεί, τελικά, στην εκλογή ανδρών με υψηλό μεν ηθικό ανάστημα, αποτυχημένων όμως πολιτικά και σε σχέσεις ψυχρότητας με το φυσικό πολιτικό τους χώρο.

[...] Η επιλογή αυτή των αρχηγών των κυβερνητικών κομμάτων είναι σκόπιμη και στοχεύει ακριβώς στην ανάδειξη αδύναμων Προέδρων. Παρά την υψηλή τους πολιτική δημοφιλία και το εύρος της (κατασκευασμένης) κοινοβουλευτικής αποδοχής τους.

[...] Και οι δύο όφειλαν την διάσωση τους από την πολιτική αφάνεια και αποστρατεία (πραγματική νεκρανάσταση!) όχι στο πολιτικό τους βάρος αλλά στους υπολογισμούς του ηγέτη του αντίπαλου κόμματος.

[...] Κατ’ αυτόν τον τρόπο διαμορφώθηκε μια συνταγματική πρακτική κατά την οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν άσκησε, για παράδειγμα, ποτέ την αρμοδιότητά του για αναπομπή νομοσχεδίου, λες και δεν υπήρξαν κραυγαλέες περιπτώσεις τυπικής αντισυνταγματικότητας νόμων και αδιαμαρτύρητα αποδέχθηκε κάθε πρόταση πρόωρης διάλυσης της Βουλής για υποτιθέμενη αντιμετώπιση «εθνικού θέματος», όσο προδήλως αστήρικτη και αντισυνταγματική και να ήταν η πρόταση αυτή.

6. Ας αξιολογήσουμε, λοιπόν, με βάση τις ανωτέρω μεθοδολογικές παρατηρήσεις και αποδοχές την εξαγγελία (του τότε) ΠΑΣΟΚ για τη μεθοδευμένη, μέσω της μη εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, προσφυγή στις κάλπες.

Κατ’ αρχάς, η συγκεκριμένη προαναγγελθείσα πρακτική προφανώς δεν είναι αντίθετη με το γράμμα του άρθρου 32 του Συντάγματος. Περαιτέρω, η επιλογή αυτή δεν αποτελεί κυρίως, όπως γράφει ο Μανιτάκης, «το μοναδικό θεσμικό αντίβαρο που διαθέτει η αντιπολίτευση για να αντισταθμίσει τη θεσμική παντοδυναμία, που απόκτησε η κυβερνητική πλειοψηφία μετά την κατάργηση των υπερεξουσιών του Προέδρου», στο πλαίσιο της εξισορρόπησης της σχέσης κυβέρνησης-αντιπολίτευσης.

Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι η κοινοβουλευτική αρχή αλλά η ίδια η δημοκρατική αρχή, υπό την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, που νομιμοποιεί συνταγματικά την πρακτική αυτή. Η ύπαρξη προφανούς δυσαρμονίας της σύνθεσης της Βουλής με το εκλογικό σώμα, ακόμη και εάν είναι ανεκτή στο πλαίσιο του αντιπροσωπευτικού συστήματος, βρίσκεται, πάντως, σε πρόδηλη ένταση με την δημοκρατική αρχή. Υπό το πρίσμα αυτό, μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτή η οιονεί κοινοβουλευτική μορφή διάλυσης της Βουλής αναβιώνει με άλλη, δημοκρατικότερη μορφή, τη συστηματική ενότητα του Συντάγματος, καλύπτοντας το κενό της κατάργησης από την αναθεώρηση του 1986 της ανάλογης Προεδρικής προνομίας για διάλυση της Βουλής, μετά από απλή γνώμη του Συμβουλίου της Δημοκρατίας, όταν αυτή τελούσε σε προφανή δυσαρμονία με το λαϊκό αίσθημα.

[...]

«Από την ώρα που το Σύνταγμα (...) προβλέπει τη δυνατότητα, επ’ ευκαιρία της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, να οδηγηθεί η χώρα στις εκλογές, είναι βέβαιον... ότι όλα τα κόμματα θα κάνουν χρήση αυτής της δυνατότητας, αν πολιτικά πιστεύουν ότι μπορούν να οδηγήσουν τον τόπο σε εκλογές. Όλα τα υπόλοιπα που λέγονται είναι ανάξια σοβαρής συζήτησης. Ότι δήθεν παραβιάζουμε το Σύνταγμα, ότι δήθεν υποβιβάζουμε τον θεσμό». Κ. Μητσοτάκης, Πρακτικά της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, Αθήνα, 2000, σ. 280.

Προτεινόμενο Video

Διαφήμιση

Επισκέπτες σε σύνδεση

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 268 guests και κανένα μέλος